"qui tuaient parfois..."
Νερά στις ετοιμόρροπες σκεπές της παλιάς πόλης, σέπια φίλτρα, οι παλιές μου μπότες μπάζουν νερά, αλλά δεν είμαι έτοιμη να τις εγκαταλείψω, ο βρεγμένος το νερό δεν το φοβάται, κωλόμπαρα στην οδό ανεξαρτησίας, προσπερνάω μόνη κάτι μικρές ώρες, σκέφτομαι πώς να 'ναι αυτή η νύχτα, την περιεργάζομαι, κάποτε χρειάζομαι μια αίσθηση διαβάθμισης της οδύνης για να διαπιστώσω αν είμαι ζωντανή. Χαζεύω τα μπαλκόνια, μερικά φωτισμένα, άλλα σαν ακατοίκητα, έτσι περνάμε από τη ζωή, παραδομένοι είτε ανέγγιχτοι, αγεφύρωτες αποκλίσεις, αδιανόητες. Ζευγάρια περπατάνε δίπλα μου προς τις νυχτερινές τους φοιτητικές κατοικίες, μπαίνει πρώτα το κορίτσι, ανοίγει έπειτα στο αγόρι να μπει, ζηλεύω. Τόσος καιρός που δεν μπορώ να βάλω στη σειρά μια σκέψη με νόημα, προσπαθώ να συγκρατήσω μια γεύση. Βολοδέρνω τη φωτογραφία, τη σκηνογραφία, το φωτισμό. Με τη σκηνοθεσία τα πάω θαυμάσια. Στο σενάριο τα κάνω όλα πουτάνα. Άνθρωπος στα ψέματα. Χρώμα από βλεφαρίδες στα σεντόνια, άνθρωπος άνω κάτω ακατάλληλος μα με μηδενική αντοχή στο πρόσχημα. Εμού του ιδίου συμπεριλαμβανομένου. Με τρομάζει η νύχτα. Δε φοβάμαι την ίδια. Τρέμω τί είμαι ικανή να κάνω.
2 Comments:
Ακούω παράλληλα το "έρημα βουνά" του Αγγελάκα. Εντελώς τυχαία. Το ντύνει όμορφα.
Πέρασα και είπα να πω ένα "Γειά".
Δημοσίευση σχολίου
<< Home