<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 12, 2020

"she broke your throne and she cut your hair"

Έχει πιάσει ένας αέρας όπως εκείνο τον Αύγουστο που αφήναμε την Αιγιάλη με το Ρομίλντα και τα σύννεφα έπαιζαν κυνηγητό. Δεν τολμάς ν’ ανοίξεις τα βορινά παράθυρα και νιώθεις αμέσως πως βρίσκεσαι σε ιστιοπλοϊκό. Το δωμάτιό μου είναι βορινό˙ μήπως το έχω ήδη πει αυτό; Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μου προτείνει το instagram να γνωρίσω; Τέλειες φάτσες και κορμιά, γεμάτα αγωνία και αυταρέσκεια, μας δείχνουν τι τρώνε, πώς γυμνάζονται, πού πήγαν διακοπές. Πανομοιότυποι. Τι θέλουν να πουν; Τι δουλειά κάνουν; Γιατί πρέπει να θυμόμαστε τα ονόματά τους; Μες στον χαλασμό από το πίσω μπαλκόνι έρχονται πάλι τα γιασεμιά- αδίστακτα. Το μετασχηματιστάκι της λεντοταινιας μέσα στο lightbox από το irorama παράγει έναν ανεπαίσθητο περιοδικό συριγμό που ροκανίζει την καλή μου κρίση. Για να κοιμηθώ, πρέπει να το σβήσω. Φίλος επιμένει να φτιάξουμε βίντεο κλιπ. Ισολογίζοντας likes και καρδούλες, φαίνεται πως τελικά απώτατο δέλεαρ είναι η φάτσα σου, μόνη της ή και με τα παρελκόμενα, τόσο το καλύτερο, εύκολη λεία, γρήγορο μασούλημα, το κοινό διψάει γι’ αυτό. Αν σε σκότωσε φασίστας, αν σε πατάνε στο λαιμό με τη μπότα, αν είσαι ο άντρας που έπεσε στα πόδια εκείνης της γυναίκας και της ζήτησε να τον αφήσει να κλάψει, δεν παίρνεις ούτε ένα μικρό μπλε χεράκι.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 01, 2020

"σ’ ένα πλατύ γιαλό στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα"

Μ’ όλα τα παράθυρα ανοιγμένα το σπίτι το βράδυ μοσχοβολάει νυχτολούλουδο και γιασεμιά. To ύψιλον από τη φωτεινή πινακίδα της ΓΥΨΟΜΕΤΑΛ παραιτήθηκε ολότελα από το εξαντλητικό του τρεμοπαίξιμο και ένα καινούριο gypsometal_5 εμφανίστηκε στα διαθέσιμα γειτονικά Wifi. Κλειδωμένο. «Τώρα έχω ένα σπίτι που ποτέ δεν έχεις δει», απεχθές τραγούδι μου γυρεύει εκδίκηση. Τι βλάκας. Προσκολλώμαι σε νοερά σχήματα που με επιστρέφουν σπίτι. Δικλείδες ασφαλείας. Αναρωτιέμαι πότε παύουν οι άνθρωποι να μιλάνε, τι μαραίνει αυτή την ανάγκη τους. Τι σημαίνει αυτό το «χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους», η ενήλικη διαχείριση της προσδοκίας. Αρχίζω να μιλάω μόνη. Ο πατέρας μου θα συμπλήρωνε πως με τον τρόπο αυτό αποφεύγω και τον αντίλογο. Ο εσωτερικός διάλογος απαντά σε πραγματικές λειτουργικές ανάγκες ως τα 4 σου χρόνια. Κρίμα. Αναρωτιέμαι τί δυνητικά θα με εκτρέψει από αυτή την ατάραχη παραίτηση. Ψάχνω το όνομά μου σε μακροσκελή εξελόφυλλα, σε τετράδια γαλλικών, σε κυκλαδίτικα ενσταντανέ επί Ηρακλέους και ηχογραφήσεις που χρονολογούνται εκατομμύρια έτη φωτός πίσω. Τίτλος σε δερματόδετο: "Συναισθηματική αρχαιολογία και οι επιπτώσεις της στο σήμερα". Σε αυτές τις διακοπές μηδένισα και γύρισα καινούρια κι ελαφριά. Σα να μην κουβαλούσα τίποτα. Έπειτα ο Αύγουστος είπε να μας αποχαιρετίσει με καύσωνα. Δε με νοιάζει ιδιαίτερα, «...εσύ συνήθιζες να περπατάς γυμνόποδη» μου ‘λεγε κάπου, τι βλάκας. Ένα ραβασάκι γραμμένο με μολύβι σε καρέ χαρτί εκατομμύρια χρόνια πριν, πλέον εντελώς ξένο. Διψάω συνέχεια για όλα αυτά που με επιστρέφουν σπίτι, δίψα ακόρεστη, πρέπει να πιω για να ησυχάσω, να πετάξω τα παπούτσια στο πάτωμα και να ανοίξω όλα τα παράθυρα.

Τρίτη, Ιουνίου 25, 2019

χωρίς φτερά; χωρίς αποσκευές;

Το γαριφαλάκι μου είχε αμέτρητα μπουμπούκια. Το φωτογράφιζα ξανά και ξανά, ανίκανη να πιστέψω στα μάτια μου. Άνθιζε βδομάδες ολόκληρες και μοσχοβολούσε. Έπειτα για λίγο δεν άνθισε. Ύστερα άρχισε να ξεραίνει τα μπουμπούκια του και να τα ρίχνει στο χώμα. Του έδωσα μια περίοδο χάριτος, αλλά μάταια. Πήρα να τα κόβω, σκέφτηκα να το ελαφρώσω, έτσι δεν κάνουν οι κηπουροι; Άφησα λίγα μόνο, να του δώσω μια ευκαιρία να επικεντρωθεί σε αυτά, σα να του ‘πεσαν πολλά όλα εκείνα τα μπουμπούκια με τα οποία ήρθε ντοπαρισμένο από το φυτώριο όπου γεννήθηκε. Εδώ μάλλον δε θα τα ανθίζει όλα αυτά. Θα πρέπει να μάθει πόσα μπορεί να ανθίζει. Ας είμαστε ρεαλιστές. Μη θαρρείτε όμως ότι κι ο κηπουρός απολαμβάνει αυτή τη δουλειά, ότι τάχα δεν τη νιώθει κι αυτός κανονικό ακρωτηριασμό, ότι δεν αναρωτιέται αν έκανε ό, τι έπρεπε προτού πάρει την απόφαση.

Τρίτη, Απριλίου 30, 2019

"μα εγώ θυμάμαι φορούσες φτερά..."

Καθώς εφάπεσαι με τον άλλον, το πρόσωπό του γράφει λήμματα στο προσωπικό σου ιδιόκτητο λεξικό. Μεγαλώνοντας αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι και τόσο προσωπικό ούτε τόσο ιδιόκτητο κι έτσι κατευνάζονται λίγο οι εξάρσεις ερημιάς και οι αιχμές που σωρεύουν μονήρη φορτία, αδύναμα να συζευχθούν. Πάνω στο εδαφός σου ο άλλος εγκαθιστά θύρες, καταχωρεί οικείους ορισμούς γεννημένους μέσα στην αλληλεπίδρασή σας κι αφήνει το χρόνο να αποκαλύψει τις διαθέσεις του. Εγώ φοβάμαι τις κλειστές πόρτες. Τις ανοίγω κατά παρόρμηση μα με τρόμο. Αλλά κι αν τσιγκουνεύεσαι τα αισθήματα, τι τελικά αποταμιεύεις;

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2019

"...μεγάλα παιδιά..."

Βασανισμένες κουβέντες ακατάστατα περιφέρονται γύρω από ένα νοητό κέντρο που επανεφευρίσκεται αναγκαστικά και αναπόφευκτα. Πολύ κουραστικό. Για το κέντρο. Όσο κουράζεσαι, προσπαθείς να κλείνεις ένα ένα τα μέτωπα για εξοικονόμηση ενέργειας εν είδει, αν μη τι άλλο, γνώστη τακτικών αυτοσυντήρησης, γιατί τώρα ξέρεις και δεν καταπιάνεσαι καν ιδιοτελώς με την τέχνη αυτοαναφορικά, καθώς είσαι ένας ώριμος άνθρωπος, παρ’όλο που μέσα σου είσαι 17 και θέλεις να κάνεις κοπάνα την ώρα της Ιστορίας για να πας για κρέπα στο Δέλεαρ, αλλά once in your lips ξέρεις δα τι συμβαίνει, μα θα την έτρωγες ούτως ή άλλως, αφού είναι το ζώδιό σου τέτοιο, μόνο που το Δέλεαρ έχει πια κλείσει και άραγε τι να απέγινε ο ευγενικός του ιδιοκτήτης, αδιόριστος δάσκαλος κι εκείνος από εποχή επετηρίδας, τα ίδια Παντελάκη μου. 
Μαθαίνω στον δυσορθογραφικό μου μαθητή να βάζει τελείες. Οι κουλ συνομήλικοί μου στα λογιστικά τους φύλλα σωρεύουν πληθυσμούς εμπειριών για να διεξάγουν στατιστικό πείραμα και να αποφανθούν το πολυπόθητο συμπέρασμα. Να πετύχουν το στόχο τους. Σε μια αλκοολική σούμα, αρχισα να αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποί μας μπορούν να λογίζονται κανονικά επενδύσεις και κατά πόσον κάτι τέτοιο νομιμοποιείται μέσα από ένα επιεικές πρίσμα κωλοπαιδίστικου, κτητικού συναισθηματισμού. Θέλω να πω, ο χρόνος που έδωσες, το κομμάτι του εαυτού σου που έβαλες στο τραπέζι και το φάγατε αντί για ξηροκάρπι, η παρουσία σου στα καλά και τα κακα σίγουρα ενέχει κόστος. Επενέδυσες. Άρα, είναι οι άνθρωποί σου κεφάλαιό σου; Είναι δικοί σου πια; Αξιώνεις την παρουσία τους δικαιωματικά επαναπαυόμενος στο νοητό τους μαξιλαράκι; 
Δεν μπορώ να καταλάβω αν μεγαλώνοντας γίναμε πιο σκληροί ή πιο μαλακοί. Ούτε να αποδώσω χρηστικούς ρόλους στα πρόσωπα. Αυτός κάνει γι’ αυτό στη ζωή μου. Εκείνος για το άλλο. Κακοδιαχείριση προσδοκιών θα ‘ναι λογικά αυτό ή αδυναμία διατύπωσης της ερώτησης ποιον έχω απέναντί μου. Δυσλειτουργικό; Μάλλον. Αλλά και τόσοι τοίχοι, πεζούλια και ντουβαράκια, εσύ φτάνεις ως εδώ, με εσένα θα πάω πιο πέρα, σε εσένα μου αρέσει εκείνο, αξιολογικές κρίσεις στη συλλογή του δείγματος, ηθικά ανοίκειες. Κάθε παρατήρηση με την τιμή της. Πανοπλίες και ψέματα. Και πού είναι αυτή η Γώγου που έλεγε να σε δω χωρίς βρακί να δω τι θα κάνεις. Δε βαριέσαι. Πανοπλίες και ψέματα. Όχι πως εγώ είμαι σπουδαιότερη. Κατακτητικά περπατώ. Γυρεύω τα κέρδη των επενδύσεων. Για να κοιμάμαι καλύτερα τα βράδια. Όμως δεν είναι παρατηρήσεις. Είναι δικοί σου άνθρωποι. Ή δεν είναι. Έκανες αυτοσυντήρηση...;

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2017

comin' up



        Αγαπώ αυτή την ησυχία στην προσμονή του χιονιού. Το χλωμό υπόφως πριν το χιόνι αρχίσει να πέφτει. Κάποια μέρα το έβλεπα για ώρες να διακρίνεται από ένα τσιγγούνικο φεγγίτη. Και στην έξοδο τα πάντα λευκά. 
       Στην Αθήνα το χιόνι είναι για περιορισμένες εμφανίσεις γι’ αυτό πρέπει να αρπάξεις την ευκαιρία σου. Παραμικροί δισταγμοί ή αναβολές σημαίνει το ‘χασες. Θυμάμαι με την καρδιακή μου φίλη να αλωνίζουμε τη γειτονιά πετώντας η μία στην άλλη ό,τι αφράτο παγάκι είχε σωρευτεί σε δρομους, δέντρα κι αυτοκίνητα και την επόμενη μέρα πυρετό. Τώρα τη βλέπω σπάνια. Σχεδόν όσο σπάνια βλέπω το χιόνι. Εντάξει, υπερβάλλω. Λίγο. 
       Fly with low fares out of Athens. Το χιόνι στην Αθήνα σου ζητάει να ακολουθήσεις μια αυθόρμητη πορεία αγνοώντας τα εμπόδια που στήνεις στον εαυτό σου. Το χιόνι υπόμνηση για τον αγώνα με το ρολόι. Όπως τα περισσότερα πράγματα στο κάθε μέρα. Όλοι μου οι φίλοι λείπουν από την Αθήνα. Οι πιο πολλοί λείπουν κι από την Ελλάδα. Απουσίες. 
       Υποψιάζομαι σημαντική στατιστικά σύνδεση ανάμεσα σε αυτούς που διακατέχονται από μια εμμονή με την τάξη των αντικειμένων κι εκείνους που γνωρίζουν πώς να θέτουν στη ζωή τα πιο καίρια ερωτήματα. Ακριβώς όπως όσοι πίνουν τεκίλα είναι στατιστικά doing people. Κι εγώ, που σταθερά αναλώθηκα στο να επανεξετάζω τον οικείο μου μύθο, δεν ένιωσα ποτέ άλλη ανάγκη από το να αρθρώσω μια σύντομη απάντηση που να συνοψίζει το εντός. Και δεν είναι ούτε καθολική ούτε αξιωματική. Και κάποτε δεν αρκεί ούτε σ’ εμένα ούτε ποτέ καταφέρνω να συνάγω σε ποια ερώτηση μπορεί να απαντά. Αν μια τέτοια ερώτηση υπάρχει.

Τρίτη, Αυγούστου 30, 2016

μάης του κάποτε



"Είναι πολύ καλύτερα έτσι. Αποκοιμιέμαι αποστεγνωμένη και κατάκοπη και ξυπνώ πανικόβλητη, μα στο άγρυπνο μεσοδιάστημα μαθαίνω να ζω χωρίς να περιμένω να το πάρεις απόφαση να θελήσεις να έρθεις κι έτσι έχω περίσσευμα χρόνου να ψαχουλέψω όλα εκείνα τα κενά μου που σε εγκόλπωσαν στην αρχή σιγά σιγά, μέχρι τη φάση της απόλυτης κατάληψής μου από σένα, ως τη στιγμή που προέκυψε θέμα επαρκούς οξυγόνωσης. Τα κενά πάνω στα οποία έτρεξαν τα πέλματά μου για να φτάσουν στην κορυφή του βουνού που λέγεται «διαρκής απαίτηση». Κι αυτή ήμουν εγώ. 

Μοιάζει να με κατηγορώ, ποτέ δεν μπόρεσα να κατηγορήσω τους ανθρώπους που η φυγή τους επέταξε το να γίνω άγραφο χαρτί, ξεκινώντας πάλι από το μηδέν, η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως μια αλληλεπίδραση δεν μπορεί παρά να αφορά παραπάνω από ένα άτομα κι έτσι, καλώς ή κακώς, το φταίξιμο δεν μπορεί να είναι χάρισμα μόνο για έναν. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να κατηγορήσω ανθρώπους που η φυγή τους με άφησε αντιμέτωπη με θραύσματα που στοιχειοθετούσαν όλο κι όλο το εγώ κι όμως έπρεπε να τα στερηθώ, γιατί ο αποχωρισμός δε μου άφηνε περιθώρια διαχείρισής τους. Ίσως έσωθεν ο δεσμός ορίζεται γενετήσια ως αυτοεκχώρηση και κάτι τέτοιο προϋποθέτει ίδια συναίνεση. Ίδια και αμοιβαία. Σε αυτό το σημείο ακριβώς δύναται κάποτε να ανακύψει σφάλμα."