<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2007

altera pars


Καθώς ο χρόνος περνάει από πάνω μας, αγγίζουμε τους ανθρώπους όλο και λιγότερο. Όταν είσαι παιδί, οι αγκαλιές σου είναι πολύτιμες αλλά όχι και ακριβές. Μετά η τιμή ανεβαίνει. Υποσυνείδητα ίσως και η αξία, αλλά αυτό είναι απλά μια εικασία και το κέρδος του να συνηχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι μάλλον αμφίβολο. Τα παιδιά παίζουν πολλά παιχνίδια, αλλά για κείνα οι αγκαλιές δεν είναι παιχνίδια. Γι’ αυτό και δεν τους στοιχίζουν τίποτα. Μπορεί τα πιτσιρίκια στα παιχνίδια να σκίζουν τα γόνατα, αλλά οι παιδικές αγκαλιές μοιράζονται αυθόρμητα απλόχερα. Αφιλοκερδώς. Τα παιδικά χέρια είναι φτιαγμένα για να προσαρμόζονται στο ξένο δέρμα. Όμως η ενήλικη αγκαλιά έχει τιμή. Δηλαδή αντίτιμο, όχι εντιμότητα. Τα παιχνίδια κοστίζουν και αυτό το παιχνίδι των ενηλίκων παραείναι ακριβό, ενέχει τζόγο χειρίστου ρίσκου. Το παιχνίδι της εξουσίας της αφής, το υποκείμενο και το αντικείμενο της εξουσίας. Μια πανάκριβη σύνταξη επαφής παιγμένη στα καζίνα και αναλωμένη στα αλισβερίσια της ιδιοτέλειας. Συνηθέστερα κάτι ανάπηρες δειλίες οριοθετούν την κίνηση -το πολύ ως τις άκρες των δακτύλων- σε πορείες που αμφιταλαντεύονται αναποφάσιστα. Σα να ήτανε παιχνίδι, αλλά όχι σαν τα παιχνίδια των παιδιών. Η εκλιπούσα αίσθηση της αφής, της προέκτασης της στοργής αφήνει κάτι να χάσκει επίπονα, μια αδυναμία επούλωσης. Μετά όλα είναι μπλε

Σάββατο, Ιουλίου 21, 2007

"είτε είναι μέρα είτε νύχτα είτε Ιούλης μήνας"

Είναι παιδί ξανθό
που κρύφτηκε για πάντοτε
σε μιαν άσκημη γούβα
πλάι στο κυπαρίσσι εκείνο.
Είναι το κοίταγμα των υπολοίπων
το πιο αόριστο ναυάγιο.

Καμία διαφορά είτε είναι μέρα είτε νύχτα
είτε Ιούλης μήνας.

Είναι η στριγγλιά της μάνας,
είναι η κεραύνια τύφλωσή της
Είναι η βοή του κύκνου
που δυο αγγέλους βούρκωσε
επάνω στο φιλί τους.

Είναι βαρειά σκιά
βαρειά η γη
βαρύς ο ήλιος
ασήκωτη καρδιά
κι απαρηγόρητη.


____
Κ. Βραχνός

Β. Ματζούκης
Μ. Φριντζήλα

Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2007

"...repousar frouxa,murcha, farta, morta de cansaco..."

Κυριακή, Ιουλίου 08, 2007

"και θα κρατάς στις χούφτες σου μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου…"

Ξύπνημα στο τραπέζι της ανάνηψης με κάτι πρωτόγνωρα υπέρβαρο πάνω στο στέρνο σαν ακρωτηριασμό στην ενδοχώρα. Στο διπλανό κρεβάτι μια ομάδα ανθρώπων με πράσινα ρούχα κοπιάζουν μαλάζοντας να ξυπνήσουν ένα πτώμα. Το οξυγόνο του αναπνευστήρα φέρνει ακατάσχετη αναγούλα.

Κρατάει στα χέρια του ένα έγχορδο και κρατιέται από αυτό όλο αγάπη. Ένα κορίτσι ακολουθεί τους πιο αυτόματους συμβολικούς συλλογισμούς στο παραμύθι του σύμπαντος. Ποιος δεν επιθυμεί να τον αγαπούν;

Έφτιαξα μια δικαιολογία κι έφυγα από το τραπέζι παρ’ ολίγον κλαμένη. Έχω κουραστεί να νιώθω τη μη αγάπη. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω.

«…είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Mε πονάει.»

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2007

"...κλείστε τις πόρτες στο στόμα..."

Θέλω να πω κάτι ρομαντικό. Που να πονάει τόσο, ώστε να μπορεί άνετα να σαρκάζει αυτάρεσκα με κυνισμό για την ήττα που θα σε φορτώνει. Σχιζοφρενικό και αυτοαναιρούμενο. Ροκ. Αλλά τί μεγάλη ήττα να αποκτάς εκείνο που διατείνεσαι πως επιθυμείς, όταν η άλλη λαχτάρα σε στεγνώνει...


Γιατί το άλλο εκείνο είναι τόσο καθαρό που δεν μπορεί να θέλει το θάνατο κανενός και ίσως να είναι ήδη από μόνο του θάνατος, μετά τη ζωή ή εντός της και οι πόρτες του είναι κλειστές˙ κι αυτό πονάει˙ γιατί είναι τραβηγμένα τα παντζούρια στα πλάγια κι οι κουρτίνες ορθάνοιχτες κι άμα σταθείς απ’ έξω, τα βλέπεις όλα και θες να μπεις να με σώσεις, όμως η πόρτα είναι διπλοκλειδωμένη και τα κλειδιά αγνοούνται˙ αλλά δεν μπορείς να μου κρατήσεις κακία, γιατί δεν το ‘θελα που τα πέταξα, χάθηκαν˙ κι αυτό ακόμα πιο πολύ σε πονάει, γιατί θες να σκαρφαλώσεις να μου σκουπίσεις τα μάτια κάθε φορά που βλέπεις να απλώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας, όμως δεν κρύβω στα χέρια μου τίποτα συγκεκριμένο, τουναντίον, όλα είναι αφηρημένα, κι εγώ πιο αφηρημένη απ’ όλα, μα πού το ‘χα κρύψει εκείνο το αντικλείδι, ξέχασα, να στο πετάξω να μ’ ανοίξεις, και γιατί να μην άνοιγα μόνη μου από μέσα, ναι, όχι, δεν έχω μέσα στα χέρια μου τίποτα συγκεκριμένο. Κι όλο χτυπάς με δύναμη το σώμα σου στην πόρτα μου να σκίσεις αυτό το φλοιό που με κλείνει μέσα του κι όταν τον νιώθεις να κλυδωνίζεται χωρίς να πέφτει, πισωπατάς, όπως οι άνθρωποι που εξομολογούνται μεγάλες αλήθειες κι έπειτα φεύγουν φοβισμένοι.

Και δεν υπάρχω. Ούτε ως απαίτηση ούτε ως προσφορά.