"σ’ ένα πλατύ γιαλό στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα"
Μ’ όλα τα παράθυρα ανοιγμένα το σπίτι το βράδυ μοσχοβολάει νυχτολούλουδο και γιασεμιά. To ύψιλον από τη φωτεινή πινακίδα της ΓΥΨΟΜΕΤΑΛ παραιτήθηκε ολότελα από το εξαντλητικό του τρεμοπαίξιμο και ένα καινούριο gypsometal_5 εμφανίστηκε στα διαθέσιμα γειτονικά Wifi. Κλειδωμένο. «Τώρα έχω ένα σπίτι που ποτέ δεν έχεις δει», απεχθές τραγούδι μου γυρεύει εκδίκηση. Τι βλάκας. Προσκολλώμαι σε νοερά σχήματα που με επιστρέφουν σπίτι. Δικλείδες ασφαλείας. Αναρωτιέμαι πότε παύουν οι άνθρωποι να μιλάνε, τι μαραίνει αυτή την ανάγκη τους. Τι σημαίνει αυτό το «χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους», η ενήλικη διαχείριση της προσδοκίας. Αρχίζω να μιλάω μόνη. Ο πατέρας μου θα συμπλήρωνε πως με τον τρόπο αυτό αποφεύγω και τον αντίλογο. Ο εσωτερικός διάλογος απαντά σε πραγματικές λειτουργικές ανάγκες ως τα 4 σου χρόνια. Κρίμα. Αναρωτιέμαι τί δυνητικά θα με εκτρέψει από αυτή την ατάραχη παραίτηση. Ψάχνω το όνομά μου σε μακροσκελή εξελόφυλλα, σε τετράδια γαλλικών, σε κυκλαδίτικα ενσταντανέ επί Ηρακλέους και ηχογραφήσεις που χρονολογούνται εκατομμύρια έτη φωτός πίσω. Τίτλος σε δερματόδετο: "Συναισθηματική αρχαιολογία και οι επιπτώσεις της στο σήμερα". Σε αυτές τις διακοπές μηδένισα και γύρισα καινούρια κι ελαφριά. Σα να μην κουβαλούσα τίποτα. Έπειτα ο Αύγουστος είπε να μας αποχαιρετίσει με καύσωνα. Δε με νοιάζει ιδιαίτερα, «...εσύ συνήθιζες να περπατάς γυμνόποδη» μου ‘λεγε κάπου, τι βλάκας. Ένα ραβασάκι γραμμένο με μολύβι σε καρέ χαρτί εκατομμύρια χρόνια πριν, πλέον εντελώς ξένο. Διψάω συνέχεια για όλα αυτά που με επιστρέφουν σπίτι, δίψα ακόρεστη, πρέπει να πιω για να ησυχάσω, να πετάξω τα παπούτσια στο πάτωμα και να ανοίξω όλα τα παράθυρα.
2 Comments:
είσαι ελαφριά, τίποτα μην σε βαραίνει... μας λείπεις
Μου λείπει η αφέλεια και με θλίβει η θλίψη μου αλλά δεν αποτολμάω να χαμογελάσω... Μονάχα διαχειρίζομαι αμήχανα την ενηλικίωση. Και δεν έχω προσδοκίες. --<-@
Δημοσίευση σχολίου
<< Home