<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Παρασκευή, Μαΐου 18, 2007

"...μόλις κοιμηθεί το κύμα..."

"βράδιασε και πού..."

Αυτή τη μελωδία θα μπορούσα να την έχω φτιάξει εγώ.
Επιπροσθέτως, όποιος έχει να πει κάτι κακό για την Ελενίτσα, ας μην το κάνει ενώπιόν μου. Ιδίως όχι μικρές ώρες.

Δευτέρα, Μαΐου 14, 2007

"αυτό το μωβ..."



υ.γ.: αυτή η κραυγή που σου αδειάζει το στήθος, μεγάλη δουλειά, σάσα μου.

Πέμπτη, Μαΐου 10, 2007

"πάρε με παραδουλάκι μες στον καφενέ..."

Ένας τύπος κοπανάει τα πλήκτρα ανελέητα. Εντάξει, δεν ξέρω αν είναι τύπος, μπορεί να είναι και τύπισσα. Δε λέει. Book I. Never mind, let’s move to book II. Μια πρώιμη σκέψη περιμένει το χρόνο της να πέσει στο χώμα. Με το αριστερό χέρι μεγάλους κύκλους από μέσα προς τα έξω, επαναληπτικά. Κι αριστερόστροφα. Υπάρχει πρόβλημα με τον εκτυπωτή. Anklettes are more... more… πώς το λέτε εσείς εδώ, γιατί έχω ξεχάσει πώς το λέμε εμείς εκεί. Το παράθυρό μου στη βιβλιοθήκη έχει θέα έναν κατάμαυρο σωλήνα πακτωμένο πάνω στο μπετονένιο πεζούλι κι ύστερα αμέτρητα πευκάκια που φυλλομετρούν το πράσινο. Θα μπορούσα να μείνω εδώ. Αν είχα ίσως μια κούπα καφέ. Κάποιοι από αυτούς που έρχονται σ’ αυτό το μέρος μοιράζονται τον ίδιο φόβο. Τους βλέπω, δειλιάζουν να σηκώσουν το βλέμμα. Ιμπρεσσιονιστές σου λέει μετά, άμα αρχίσουν να κοπανάνε όλοι ίδιοι είναι, σου σπάνε το στήθος, τί τους νοιάζει. Έβαψα τα χέρια μου με μελάνη. Θα ‘λεγε κανείς πως αυτός ο τόπος χωρίς τα τραγικά συναπαντήματα και τις συνακόλουθες κοινωνικές τυπικότητες είναι υποφερτότερος. Το μεσημέρι βούτηξα τα χέρια μου στο μαύρο. Και το βράδυ πάλι το ίδιο έκανα. Μπορώ να αρχίσω να γράφω με eyeliner και να βάφω τα μάτια μου με πέννα. La Fille aux cheveux de lin. Άκου κάτι πράγματα. Θέλω να μείνω σ’ έναν από αυτούς τους δρόμους που τους διασχίζει παράλληλα με τον άξονά τους ηλεκτροφόρο καλώδιο με κίτρινες κρεμασμένες λάμπες. Ο τυπάκος απέναντί μου δε σηκώνει κεφάλι, αφοσιωμένος, δεν τον βλέπω καλά, μεσολαβούν κατοπτρικά κάτι τζάμια και εντείνουν την απόσταση. Συλλογίζομαι πόσο πολύ με μπερδεύουν τα κάτοπτρα. Θέλω σχεδόν ζαλισμένη από το ποτό, με κόμπους λυμένους και δισταγμούς προσγειωμένους στα επίπεδα του φυσιολογικά απαλλαγμένου από τον εξαντλητικό ψυχαναγκασμό, να αγγίζω τους ανθρώπους στα μπράτσα και στους ώμους. Και να τους φιλάω. Μα θέλει πρώτα να μάθω. Με γυμνά χέρια, ει δε μη, καθόλου.

Τρίτη, Μαΐου 08, 2007

"...με συμφέρει."

προασπίζεσαι την ακεραιότητα του περιβλήματός σου με προσχήματα θλιβερά αστεία
κινήσεις κομπιασμένες με το δισταγμό της επίγνωσης του ανώφελου
και τον παγερό ρυθμό της επιταγής χωρίς αντίκρυσμα
με τις τύψεις της θάλασσας για το κουτσό τίποτα που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του έρωτα
αλλά τέτοιος ήλιος δε βγαίνει,
γιατί ο ήλιος σε γυρεύει αρτιμελή,
όταν σε λούζει να μη θες στήριγμα προεξοφλημένες εξασφαλίσεις

κι εσύ έχεις ένα ανάπηρο κενό να περιδινείται ιλιγγιωδώς εντός σου και μια φωτοευαίσθητη προμετωπίδα από δυνατότητα αγάπης στο στήθος
κι αυτόν τον ήλιο που σου καίει τις ασφάλειες και τις ανασφάλειες
δεν έχεις τί να τον κάνεις.


Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

"Mrs Dalloway, you're always giving parties to cover the silence."


Virginia: If I were thinking clearly, Leonard, I would tell you that I wrestle alone in the dark, in the deep dark, and that only I can know. Only I can understand my condition. You live with the threat, you tell me you live with the threat of my extinction. Leonard, I live with it too.


p.s.: Always the hours.

Τετάρτη, Μαΐου 02, 2007

"δίχως μια στάλα στοργή ΙΙΙ"

η στοργή είναι ολοστρόγγυλη
οπωσδήποτε κλειστή, λεία καμπύλη, χωρίς αιχμές,
θεόκλειστο σχήμα, χωρίς γωνίες.
σε δύσκολες ώρες, στην αρρώστιά της θλάζεται,
παίρνει τη μορφή πολύγωνου κλειστού,
έτοιμη να βγάλει νύχια.
στην ανάγκη.
αλλά άμα ανοίξει
μοιραία
στο ίδιο πάντα ιδιόμορφο σημείο της
ανάπηρη
η ανάσα της λήγει.

"δίχως μια στάλα στοργή ΙΙ"

Ψάχνω να βρω κάτι να σου ματώσει τα χέρια και με τα δυο του χέρια ένα μικροσκοπικό μωρό, ξαπλωμένο μέσα στη δεξιά μου παλάμη, μου σφίγγει επίμονα τον αντίχειρα.

Αν η στοργή λειτουργεί μ’ ένα μηχανισμό αλληλεπίδρασης που προϋποθέτει σαφή αποθέματα, αποκτηθέντα σε χρόνο ιστορικό πάντα, σ’ αυτό το παιχνίδι, μοιραία, δεν έχω μέλλον. Είμαι καταδικασμένη να μείνω στα όριά της, στην παγωμάρα της –απολύτως απαραίτητης και χρήσιμης κατά τα άλλα- διεκπεραιωτικής μέριμνας, σαν τη γυναίκα που μπορεί να κάνει όλα εκείνα που μπορούν να καταστήσουν ένα σπίτι σπιτικό έξω από το να αγκαλιάσει το γιο της όταν γυρίσει από το σχολείο χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. Αυτή η πιθανή μου αναπηρία με ευνουχίζει κάπως πρωθύστερα. Δε νιώθω καθόλου πλασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αλλά, θα μου πεις, για τί απ’ όλα αυτά ένιωθες πάντοτε φτιαγμένη; Κι έπειτα θυμάμαι εκείνη την ατάκα του Οδυσσέα για το ζουμερό πορτοκάλι και τα μηνίγγια μου σπάνε υποκύπτοντας στην εσωτερική φόρτιση κι όλο λέω να ξανακούσω το έξι με οκτώ κι όλο κοιτάω το βύσμα του ραδιοφώνου να χάσκει δίπλα του.

Βγήκα απ’ το θέμα. Αλλά δε με στέργει κανείς γι’ αυτό. Τάκη, μην πεις κουβέντα, κρατώ κρυμμένα μυστικά. Και ντουκουμέντα.

"he likes killing you after you' re dead..."

Υγρή παγωμάρα. Ο Απρίλης ξεψυχισμένος στο κρεβάτι μου. Ο μηχανισμός αποφυγής των σκέψεων στο μικροσκόπιο. Να του κλέψουμε την αλληλουχία του κώδικα. Η ταχύτητα του χρόνου από τα δεκαοχτώ κι έπειτα, η άρνηση του περιφραστικού υπερσυντέλικου, πόσο πάει; το κιλό η ευθύνη ξεπουλήθηκε στη Μάρνη. Η ανάγκη μου για την αγάπη σου, ο πόθος σου για το σώμα, πόσο πάει, η εκπόρνευση του έρωτος, αυτό που σου δίνουν σκας και το παίρνεις; αλλά γιατί γαμώτο δε με βλέπεις άσπρο-πράσινο; Λέω πως θ’ αφήσω τις βεβαιότητες μου για αύριο και είναι η μοναδική εξαίρεση της αναβλητικότητάς μου, δε θέλω να σε ξαναδώ. Θέλω να το γράψω σε όλους τους τοίχους, αντ’ αυτού σκορπάω παντού με το αίμα του γερανιού κάτι που σημαίνει ξεκάθαρα “θέλω να μ’ αγαπάς”, όμως μέσα μου έχει γίνει κάθε άλλο παρά αυθόρμητα η μετατροπή του πλάγιου λόγου σε “θα ήθελα να μ’ είχες αγαπήσει”. Τώρα δε θέλω να ξέρω τίποτα. Πάει πια. Κι άμα φύγεις για τη Γη του Πυρός δε με νοιάζει, γιατί, άμα δε μ’ αγαπάς, δε θέλω να ξαναδώ το πρόσωπό σου ούτε να ξανακούσω τη φωνή σου και θα πετάξω ό, τι δικό σου ή ό, τι κουβαλάει την υποψία της σκιάς σου. Γιατί, αν δε μ’ αγαπάς, πώς μπορώ ν’ αγγίζω τη ρυτίδα δίπλα στ’ αμυγδαλάκι των ματιών σου όμοια εγώ με τους άλλους ανθρώπους, εγώ που έτσι σ’ έχω κοιτάξει που φτάνει να ‘χει ο χρόνος όλος αθωωθεί. Όχι όχι. Αν δε μ’ αγαπάς, δε χρειάζεται ποτέ να μου ξανατηλεφωνήσεις, έχω ενημερωθεί σχετικά. Αν δεν έχεις ανάγκη να νοιάζεσαι για καθεμία από τις διαδοχικές μου ανάσες δε γίνεται να αντέξω το χέρι σου πάνω μου. Την ανάσα μου πνίγει. Μου τελειώνει ο αέρας.