<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Δευτέρα, Ιουλίου 31, 2006

"θέλω, μαμά, έν'αντρούλη..."

Μην πεις ποτέ σε μια γυναίκα ότι η μάνα της -ή/ και η γιαγιά της- φτιάχνει καλύτερη πίτα.
Το ξέρει ήδη.

Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006

"Σούζη των φτηνών καλλυντικών..."

Τον τυπάκο που μου είχε γράψει σε κασέτα τη μοναξιά του σχοινοβάτη τον ελέγανε Κώστα. Πάνω από 1.85, σπαστά μαλλιά καστανά, σε μακριά κοτσίδα, 2-3 σκουλαρίκια στ’ αυτιά, ξεβαμμένα τζην και κάτι ασαφή μαύρα αθλητικά παπούτσια. Θα χε μείνει στο σχολείο στάσιμος για παραπάνω από ένα χρόνο –τώρα αυτό το στάσιμος, έτσι που το ακούω, μου φαίνεται λίγο σα να με ειρωνεύεται- κι εγώ τον βρήκα στην πρώτη του λυκείου, τελευταίο θρανίο δίπλα στο παράθυρο –για πρώτη φορά στο σχολείο μου ‘χαν πάρει τη θέση. Τον έβλεπα σα μια προβολή του Μίμη Φωτόπουλου σ’ ένα ροκ περιβάλλον της δεκαετίας ’70-’80, οπουδήποτε μπορέσεις να το τοποθετήσεις αυτό, ώστε να εμπεριέχει τόσο ισχυρές δόσεις πενιάς όσο και το βάδισμα του Κώστα.

Με πήγαινε ο Κώστας, αν και ήμουν από αυτούς που διάβαζαν στο σχολείο.
Δεν ήταν κανά κομπλεξικό άτομο, κάτι που καθόμουν τελευταίο θρανίο, απέναντί του, κάτι που από αψυχολόγητη αντίδραση ποτέ δεν πήγα τις κραταιές κλίκες και δυσκολευόμουν να ανήκω μόνο για να ανήκω κάπου, κάτι οι απουσίες του που εξαφανίστηκαν όταν έλειψε για μεγάλο διάστημα ο απουσιολόγος και ανέλαβα εγώ, έβλεπα στα μάτια του ότι με κοιτούσε στ’ αλήθεια όταν περνούσαν από πάνω μου, τα έπιανα να σκανάρουν τον κόσμο και να σταματούν σ’ εμένα. Δεν τον ερωτεύτηκα τότε -δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή στην πρώτη λυκείου μόνο τραγουδούσαμε και λύναμε ασκήσεις φυσικής, ίσως επειδή μου το φύλαγε η ζωή να πέσω σε πιο ηχηρά λάθη εκείνη την περίοδο. Πάντως είμαι σίγουρη πως εκείνου δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να με ερωτευτεί, όχι από μετριοφροσύνη αλλά από απλή επίγνωση των διαστάσεων της κατάστασης, δεν είχε λόγους, δεν έχω ιδέα πώς σκεφτόταν, έλεγε λίγα και ακριβά –πόσο τους ζήλευα πάντα αυτούς τους ανθρώπους- αλλά το αποκλείω με όση βεβαιότητα μπορώ να διεκδικώ.

Εκείνη τη χρονιά είχε πάει στην τελευταία συναυλία των Κατσιμιχαίων στο ολυμπιακό. Κάπνιζε –camel- απελπισμένα το μεσημεράκι που μου δώσε το δισκάκι. Το ‘κρυψα στην μπροστινή τσέπη της μελιτζανιάς μου τσάντας, του το επέστρεψα δίχως να το ‘χω αντιγράψει και με ελαφρά ραγισμένη τη θήκη του λίγες μέρες μετά, ζήτησα συγγνώμη -υπό την επήρρεια ακόμη της φυσαρμόνικας -για το ράγισμα, εισέπραξα ένα καθησυχαστικό χαμόγελο που έδιωξε τις τύψεις κι έλαβα αντίγραφο λίγες μέρες αργότερα. Πολύ σύντομα έλαβα και το πρωτότυπο, μαζί με τα ζεστά ποτά και τον Απρίλη ψεύτη.

Δεν ξέρω πώς τον θυμήθηκα τον Κώστα. Ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες μέσα σε τρία χρόνια, δεν ξέρω πού βρίσκεται, τί κάνει, αν θα βρω κάτι να του πω άμα τον πετύχω στο δρόμο κατά σατανική συγκυρία, δεν έχω το νούμερο του τηλεφώνου του, δε θυμάμαι το επίθετό του. Νομίζω μονάχα, όταν ακούω την εξέγερση, θυμάμαι το ασημένιο δαχτυλίδι του κι εκείνα που ζητούσα τότε.

Παρασκευή, Ιουλίου 28, 2006

"υπάρχουν χίλιοι τρόποι"

Το ραδιόφωνο παίζει συνέχεια Κατσιμιχαίους και θα ξεσπάσουν κλάμματα που δε θα σταματήσουν. Θηλυκά ονόματα νησιών παραπέμπουν σε εξωπραγματικές αγάπες με μαζεμένα μαλλιά. Την πρώτη χρονιά που πήγες στη Νάξο με έπαιρνες συνέχεια τηλέφωνο, στα κρυφά, το μεσημέρι. Έχεις κιόλας φύγει, το αμάξι λείπει. Τον μισώ τον Μελωδία. Το σπίτι είναι άδειο. Η γειτονιά έχει αδειάσει. Τα μάτια μου είναι βαριά. Ο ίδιος χρόνος που περνάει για μένα έτσι για άλλους είναι κάτι άλλο. Με σκοτώνει αυτό. Αυτά που δε μοιραζόμαστε, που δε μεταγγίζουμε και μας στραγγαλίζουν. Αυτό το δίσκο του Ζερβουδάκη σκοπεύω να τον χαρίσω στον πρώτο που θα τον θελήσει. Κάνει ερημιά. Από εκείνες που μετράς αν μπορείς να πάρεις ένα τηλέφωνο να μιλήσεις μέσα στη νύχτα. Εν τέλει αυτολογοκρίνεσαι. Δεν έχεις και κάτι να πεις. Και πέφτεις στο κρεβάτι με αναμμένα φώτα. Η προσοχή ανασκουμπώνεται να ακούσει κανέναν ψίθυρο που τυχόν της ξέφυγε. Ξεχνιέται και πάει αλλού. Τίποτα έξω από τον αντίλαλο του γδούπου της πτώσης. Νυστάζω. Θα ξυπνήσω μες στη νύχτα και θα γυρεύω καφέ.

Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006

"Το ωραίο Καλοκαίρι"


Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι,
ωραίο αλλά κι επικίνδυνο.

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο.
Όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες,
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω.

Μια πάλλευκη τουρίστρια από το Βορρά
τάφτιαξε με τον ήλιο.
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες, μήνες
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο,
τώρα οι δικοί της την αναζητούν
μέσω του Ερυθρού Σταυρού.

Ένα παιδί δαρμένο
έγινε αχινός.
Αν τους βαστάει τώρα, ας με ξαναδείρουν, είπε.
Πήρανε η μαμά κι ο μπαμπάς
μαχαίρι και πιρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν τούφαγαν την καρδιά.

Ένα σκυλί κυνηγημένο δάγκωσε την
ουρά του και την έφαγε
ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
ν’ ασπρίζει απ’ τα κύματα γλυμένο.

Βαθειά, ένα καράβι έμεινε ακίνητο.
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά,
δεν έλεγε να φύγει...τί περίμενε, κανείς δεν ξέρει.

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι,
ωραίο αλλά και επικίνδυνο.

_________
Ποιήση: Αργύρης Χιόνης

Κυριακή, Ιουλίου 23, 2006

"Ámame sin luz en nuestra alcoba azul..."


"...sin luz en nuestra alcoba azul."

Ο αέρας των Κυκλάδων. Δεν γνώριζα πως καθιστά τις αποστάσεις αναμεταξύ των ανθρώπων τόσο πολύ μεγάλες.

Κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των τόπων όπου έχω βρεθεί, χαρακτηριστικά αυτού του τύπου, τόσο αδρά και αναντίρρητα αμείλικτα με οδηγούν εξουθενωτικά στο επισφαλές συμπέρασμα πως όλα τα μέρη είναι ίδια, μη διαφέροντας παρά μόνο ως προς τα ανούσια και απολύτως τυπικά. Κι όλοι οι άνθρωποι γραπώνονται στα βράχια με τα νύχια και με τα δόντια να μην παρασυρθούν από καλοκαιρινές θυελλίτσες. Είναι θέμα γοήτρου… κούνια που μας φύσαγε και δεν μας έπαιρνε να μας σηκώσει.

Τα μάτια κοιτάνε ολοστρόγγυλα προς το μέρος που ο άνεμος κατευθύνεται προς την έξοδο.

Εξαντλητικά μελτέμια διασπούν τις ανθρώπινες αγκαλιές. Υποθέτω πως στα μάτια κάποιου άλλου οι αγκαλιές συσφίγγουν εν προκειμένω, αλλά και πάλι, αυτό είναι καθαρή φυσική και όχι γεωγραφία.

Κάποιος έχει βάλει τον αέρα να βουίζει μέσα στα αυτιά κι είναι ο ίδιος που χτυπάει τα γαλάζια πορτόφυλλα με μανία.

Το δωμάτιό μου είναι ανατολικό κι εγώ στέκομαι ακριβώς στην έξοδο. Έχετε υπ’ όψιν πως, άμα το αποφασίσετε να βγείτε, δεν μπορώ παρά να σας δω. Πώς; Ναι, στην έξοδο, ούτε μέσα ούτε έξω.
Γενικά μου κάνει καλό να απολαμβάνω τη μοναξιά μου χωρίς παρέα.
Ναι, η μοναξιά με παρέα μου κάνει αβάσταχτη.

____
υ.γ.:
μαύρο περιστέρι στον τίτλο.

Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2006

"και βάραιναν τα χρόνια σου στους ώμους..."

Άνοιξα τα παράθυρα να μπει σκοτάδι, να σκιάσει επί τέλους αυτή την ανυπόφορη αντηλιά που θρονιάστηκε στους λευκούς τοίχους. Το καλοκαίρι, άμα πιάσει καμιά φορά δροσιά, τα κουνούπια τρέχουν να χωθούν στα σπίτια. Απρόσμενη ευεργεσία. Μια μικρή βροχούλα, μια λίμνη που γεμίζει στωικά, σταγόνα τη σταγόνα, χωρίς να παύει, χωρίς να ξεχειλίζει. Ο αναστεναγμός της γης και η μυρωδιά του. Η φούστα με το σκίσιμο στο πλάι, η ζωή στο πλάι, μια ζωή δυο πόντους έξω απ’ τη ζωή, τα ξένα λόγια. Σανδάλια στη βροχή, βρεγμένα πόδια, κόλλα στο δέρμα, ερημιά, η μοναξιά ένα πρελούδιο, δύο χέρια, ένα πιάνο. Το κορίτσι απ’ τη Νισαπούρ κοιτάζει τα ηλιοβασιλέματα όπως το παιδί που λιγουρεύεται το παγωτό που γλύφει όλο ευδαιμονία το γειτονάκι του.
Η καρδιά του καρπουζιού είναι το πιο ώριμο μέρος του αλλά ο άνθρωπος είναι άλλο φρούτο, συνεπώς, ως προς αυτή τη λεπτομέρεια, διαφέρει. Όσο για την καρδιά του κτήνους...αυτή έγινε μούσκεμα.