<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 28, 2005

"το αίμα δεν..."

Έχω στοιχειώσει το σπίτι τους τελευταίους δυο μήνες.
Όλο προσποιούμαι πως κάτι άλλο κάνω από εκείνο που με απασχολεί. Κι είναι ύπουλη τακτική, ξέρεις, γιατί μετά σε πιστεύεις και, όταν καιρό αργότερα ρωτάς «τί έκανα σ’ εκείνη τη φάση της ζωής μου;», δε θυμάσαι ούτε ποιο ψέμα πιπίλιζες στους άλλους ούτε ποια αλήθεια προσπαθούσε να καλύψει.
Γυρεύω να τινάξω από πάνω μου το παραμικρό θολό και αμφίβολο. Τις σκιές που μοστράρουν στις δραματικές μου καταθλίψεις, τα soundtrack-βάλτους, τα αυτοανατεθειμένα πένθη.
Ο χαρακτήρας των ανθρώπων είναι γιαπί πρώτης τάξεως.
Το μακρόσυρτο άλφα-αμανές στο τέλος της λέξης «φωτιά» οριοθετείται στην αποφώνησή του από ένα ουρανικό χι, δένοντας ένα «αχ», αφημένο για πρώτη φορά στο τέλος κι όχι στην αρχή,
όπως σχεδόν πάντα.
Επιλογικός καημός. Προσωρινά –τουλάχιστον- τελεσίδικος.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 24, 2005

το μπαράκι...

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 22, 2005

"...μα ήσουνα εγώ κι εγώ φοβόμουνα..."

στις δύσκολες στιγμές κοιτάζω αν με βλέπεις

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 20, 2005

"στις θημωνιές..."

Στην σπονδυλική στήλη ένα ήσυχο ρεύμα και το αριστερό φρύδι στον αέρα.
Σαν τ’ αυτιά των σκύλων και τις καρδιές των ερωτευμένων παιδιών.
Το άλμπουμ με το μαύρο εξώφυλλο και τις σκιές.
Παλιά πράγματα που ο χρόνος δεν τολμά να αγγίζει.
Γνήσια χαρτονομίσματα πληρώνουν το λογαριασμό της χθεσινοβραδινής αδικαιολόγητης βίας*.
Έχω μια σακούλα με πράγματα που δεν πρόκειται να επιστρέψουν εκεί όπου ανήκουν και μια ανάγκη να ανήκω που σταδιακά εξοβελίζω, όχι μόνο από φόβο.
Και δεν εννοώ να αποτελέσω αίτιο κανενός βίαιου αποτελέσματος.
Ο Σίμος όταν με μάθαινε – και καλά- να οδηγώ μου είχε πει το εξής σοφό:
« όταν βλέπεις και μαζεύονται πολλά αμάξια στη διασταύρωση, χάιδεψε λίγο φρενάκι, δώσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου, να δεις για πότε θα ανοίξει ο χώρος, μην πας και πέφτεις πάνω στους άλλους και στριμώχνονται όλοι.»
Σοφός ο δάσκαλος, να οδηγώ δε μ’ έμαθε μόνο.

Σήμερα αισθάνομαι τη φωνή μου υπέροχα, θα τραγουδούσα ευχαρίστως.

_____
*:χθες το ξημέρωμα γυρνώντας σπίτι θυμήθηκα συνειρμικά αυτό και ήταν βέβαια Μίσσιος, από "τα κεραμίδια στάζουν":

"η εξουσία ξεβράκωτη, χωρίς σταγόνα πνεύμα και ερωτισμό..."

So it felt, πες με ψυχαναγκαστικιά, το δέχομαι.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 17, 2005

"...he kept her on a leash..."

Είναι η ώρα που πρέπει να στύψω το μυαλό μου. Σκίζω μια κόλλα χαρτί και την κάνω κομματάκια, κοιτάζω τον καφέ να φουσκώνει και να χύνεται, το φως που άναψα για να βλέπω σε λίγο θα με ζαλίσει και θα αποκοιμηθώ.

Όσο εύκολα λες “δεν αντέχω άλλο” τόσο σκληρό είναι όταν ανακαλύπτεις πόσο ακόμα αντέχεις.
Είμαι ανεπαρκής στο να κλείνω τις πόρτες πίσω μου.
Είμαι ανίκανη να εμποδίζω τους ανθρώπους να μπαίνουν στη ζωή μου. Είμαι ανέτοιμη να δεχτώ τις ώρες που οι πράξεις και οι κουβέντες σου θα μου πετάνε στα μούτρα ότι δεν κατάλαβες τίποτα από μένα.
Δεν ξέρω το πώς. Είμαι ανώριμη γι’ αυτό.
Γιατί θα πρέπει να βάλω τις φωνές. Και δεν το αντέχω. Γιατί με νοιάζει και γιατί θα πονάω πιο πολύ από σένα που δε θα ακούς ούτως ή άλλως. Και θα ξαναμπείς στη ζωή μου με το έτσι θέλω. Στερώντας μου το χώρο που σου ζητάω. Που δικαιωματικά μου ανήκει.
Και στ’ αλήθεια δε μου λείπεις και πέταξα και το παλιό ντοσιέ με τις κόλλες. Αλλά είναι κι άλλα που δεν έχω ξεχάσει και που προσπαθώ να τα κάνω να ξεθυμάνουν. Όχι επειδή με μαστίζει κάποια αιματηρή νοσταλγία, αλλά επειδή με αναταράσσουν με τη σύγχυση των κακώς κειμένων. Μου τσαλαπατάς τις ελπίδες για τη ζωή που δε θες να μ’ αφήσεις να ζήσω. Επειδή δε μ’ αγαπάς.
Και φοβάμαι. Γιατί δε με παίρνει να χάσω τα εικοσιπέντε όπως τα δεκάξι. Και σκηνοθετικά να το πάρεις, πώς να αντέξω να μην έχω δικαιολογία να μου πω.

Κλείνω το μωρό που κλαίει στην αγκαλιά μου και κουνάω ψιθυρίζοντας το παπάκι ρυθμικά το σώμα μου.
Δεν είναι λύση. Αδυναμία είναι.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 15, 2005

"όμορφη μέρα..."

Ήρθε αυτός ο αέρας που μου αρέσει.
Και που δε θα μου δημιουργούσε καμία σκούρα σκέψη αν δεν απειλούσε η ανάσα του τις μαστίχες και τις μολόχες που ‘χει κρεμάσει η μάνα μου στα κάγκελα της βεράντας.
Δεν αγαπάνε όλοι οι άνθρωποι τις γκρίζες μέρες. «Αυτή σου η ιδιοτροπία σε καθιστά ιδιαιτέρως διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους και από αυτή σου τη διαφορετικότητα θα έπρεπε να αντλείς τουλάχιστον ικανοποίηση» είναι η επόμενη φιλάρεσκη σκέψη, αλλά τη διαλύω κάνοντας αέρα με το χέρι μπροστά στα μούτρα: «δεν είσαι πιο διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους απ’ ότι είναι κάθε άνθρωπος απ’ όλους τους υπόλοιπους».

Ακούω πάλι τον απρίλη ψεύτη σεπτέμβρη μήνα. Και στο πρώτο φθινοπωρινό αεράκι αντί να πω «σηκώθηκε αέρας» λέω «όμορφη μέρα, μες στη δροσιά σου ξεχάστηκα».
Χθες προσπέρασα τις εξ’ αδιαιρέτου μοιρασμένες κολάσεις των εραστών του ημερολογίου με συγχυσμένα λόγια ανθρώπου που έχει σύγχυση στο κεφάλι. Ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που ξέρω δηλώνει πανέτοιμο να πηδήσει από ύψος μέσα στον έρωτα και να σπάσει τα μούτρα του. Ο θάνατος των εραστών θα λάβει χώρα πάνω σε βαθυκόκκινα ανάκλιντρα θεϊκών επαγγελιών. Με σοκάρουν οι βεβαιότητες των υποσχέσεών τους –να τους έχει ο Θεός σιδεροκέφαλους- και δεν ξέρω ποιον να λυπηθώ πιο πολύ: αυτούς, που τις πιστεύουν, ή εμένα, που καμμιά μου πτυχή δε δύναται να τις προσεγγίσει ικανοποιητικά (παρ’ όλο που έπιασε ψύχρα);

Άρχισα να μαζεύω από ‘δω κι από ‘κει τα τραγούδια που θυμάμαι να λέει η μάνα μου στα νιάτα της. Άμα θες, σου δίνω ένα απ’ αυτά:

ΤΑ ΜΕΛΙΤΖΑΝΙΑ
(Παραδοσιακό Ρόδου)

Πέρδικα της ακρογιαλιάς
και ψάρι της θαλάσσης
-τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πιά-

Μεσ' την καρδιά μ'εφύτρωσε
δεντράκι με τους κλώνους
-Ελενίτσα μου, Μπαξεβανίτσα μου-

Ανθεί και βγάζει βάσανα
καρπεί και βγάζει πόνους
-θάλασσα περνώ μα δε σε λησμονώ -

Τ'αηδόνια της ανατολής
και τα πουλιά της δύσης
-τα μελιτζανιά να μην τα βάζεις πιά -

Ολά γλυκά θα κελαηδούν
όταν θα μου μιλήσεις
τα μελιτζανιά να μην τα βάζεις πιά …

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 11, 2005

"τάχα δεν έχεις καταλάβει...."

Δεν ξέρω το πώς, αυτό το τραγούδι με ρίχνει πάντα σε ακαταλαβίστικα κλαμματάκια. Δεν καταλαβαίνω καν τι λέει.
Η ποιήτρια, ο Βασίλης, το σαξόφωνο ή η δεύτερη της Γαλάνη στο δεύτερο ρεφραίν...
Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

ΑΡΤΕΜΙΣ
Δε θα σε βάλω εγώ ποτέ να μαγειρέψεις,
θα 'μαι κοντά σου μοναχά σαν με γυρέψεις
μετά θα φεύγω πάλι να μ'επιθυμείς

Δε θα κρατήσω μαύρη τσάντα στο γραφείο,
ένα φτερό γυπαετού θα έχω λοφίο
στη λεγεώνα της πιο ένδοξης τιμής

Άρτεμις, θεά των κοριτσιών,
φόβιζέ με μ'ασημένιο τόξο
Απ' τις ψευτονίκες των αντρών
κι απ' τη θλίψη που χουν
να 'μαι απ' όξω.

Δε σ' έχω δίπλα μου για να 'χω να ζηλεύω
πέτα τα πέπλα σου στα δάση που χορεύω
να σε λατρέψω όλη νύχτα σαν φρουρός

Με τις δερμάτινες, τις βρώμικές μου μπότες
έσπασα μέσα μου και είδωλα και πόρτες
να σ'αγκαλιάσω σαν το χώμα καθαρός

Άρτεμις, θεά των κοριτσιών,
φόβιζέ με μ'ασημένιο τόξο
Απ' τις ψευτονίκες των αντρών
κι απ' τη θλίψη που χουν
να 'μαι απ' όξω.

Δήμητρα Γαλάνη-Λίνα Νικολακοπούλου

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2005

"η ζωή σου είναι μια τρύπα,πέφτεις μέσα και χτυπάς..."

Αυτός ο τόπος δεν είναι και πολλά για μένα.
Κάποια στιγμή πίστεψα πως, αν έφευγα μακριά από τους ανθρώπους που τον πληρώνουν θα ζούσα τον αποδέλοιπο βίο μου μελαγχολική ξεριζωμένη. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, που επάνδρωναν εκείνο το φεγγάρι το σώμα των προσωπικών μου εξαρτήσεων, είναι πλέον έτη φωτός μακριά μου κι ας κοιμούνται τις νύχτες ήσυχα μερικά οικοδομικά τετράγωνα από το κρεβάτι μου. Τους άλλους, που έμειναν, ξέρω πως θα τους κουβαλάω και στις κεντρικές αφρικανικές χώρες, χωματένιους και ανέπαφους.
Εδώ μονάχα η μάνα μου και ο πατέρας μου θα μπορούσαν να με κρατήσουν μονάχα από ένα αίσθημα ευθύνης που είναι καθαρά προσωπική επιλογή.
Ούτε το σπίτι. Που δεν είναι το σπίτι που μεγάλωσα. Δεν το αγαπάω ιδιαίτερα. Όπως οι γυναίκες που στα 29 ακούν το βιολογικό τους ρολόι και δίνουν στον ιδανικότερο διαθέσιμο άντρα της γειτονιάς το ρόλο του άντρα του σπιτιού. Έχει χρηστική αξία, ίσως το αγαπήσω για τα καλά στη σύνταξη, όταν, αν… κλπ κλπ…
Η μάνα μου λέει πως είμαι σκληρή και κρύα.

Διαπιστώνω για μια ακόμη φορά τη σχετικότητα του χρόνου από τα σημάδια που αφήνει πάνω στους ανθρώπους.
Και τρέμω την οργή τους από τη δειλή μου αίτηση για παράταση,
το στίγμα του εγκληματία που σου φοράνε, άμα πεις ότι χρειάζεσαι χρόνο για να ωριμάσεις, σα να ‘ναι ό, τι πιο αφύσικο.

Βγάζω φρονιμίτη, ρε γαμώτο, πότε θα προλάβω να βάλω μυαλό?

"κι ούτε μπορείς...(γμτ)"

Είσαι κίτρινο, πολύ κίτρινο, μωρό μου.
Κι αντί για μάτια έχεις δυο κουμπότρυπες που έπνιξαν όλα τα μήκη κύματος του φάσματος για να συνθέσουν το απροσποίητο μαύρο της αϋπνίας.
Έχεις πρόβλημα κατανομής χώρου, πρόβλημα αρχειοθέτησης, προβλήματα στατικής ισορροπίας –για δυναμική και κινηματική ας μην το θίξω- αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι φοβάσαι. Τρέμεις, μωράκι μου, να κάνεις βήμα, σα να μην ξέρεις πώς περπατάνε και μόνον εγώ ξέρω πόσο πολύ τρέμεις. Και δεν το λες. Γιατί φοβάσαι εκείνο το αμείλικτο φρύδι που μένει μετέωρο, έτοιμο να σου πάρει το κεφάλι. Όμως φοβάσαι. Κι εγώ το ξέρω.
Μα τί να σου πω…

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 04, 2005

"...εκεί μετράω εγώ την περηφάνια..."

Οι κοφτές φράσεις.
Η γλώσσα του θυμού ή της απόγνωσης.
Ή και των δύο.
Αφύλακτες απροσποίητες ώρες ξεζουμισμένες από περίπλοκα συμπλέγματα.
Θυμός. Βήμα πίσω. Συμπόνια. Εξάντληση. Πόνος. Σταθερά.
Αποστασιοποίηση. Καμώνεσαι παράλληλα με την απόσταση. Αν κόψεις τη γραμμή, πείθεις για δυνατός. Στο τέλος το σκας.
Γυάλα αλειμμένη πίσσα. Δε βλέπεις έξω. Κουφάρι σε προσποιητή –λόγω βολής- φάση αποσύνθεσης. Δε βλέπεις ούτε μέσα.
Ξεκουρδισμένοι ορισμοί.
Εγκαθιδρυμένοι τύποι.
Αγιοποιημένες συμβάσεις.
Και στη σκηνή ένα ντόμινο που θα τα καταντήσει όλα στο πάτωμα.
Τερτίπια.

Την επόμενη φορά που θα διαλέξεις την ταινία που θα ζήσεις δώσε, αν χρειάζεται, λιγότερη προσοχή στη σκηνοθεσία, αλλά, προς Θεού, φρόντισε να μην είναι πάλι θρίλερ.

Φαντάζομαι πως ως πρωταγωνίστρια-για-μια σαιζόν, μετέπειτα τρόφιμος νευρολογικής κλινικής, έχω κάθε δικαίωμα να τα θεωρήσω όλα αυτά ένα κακό ψέμμα.

Και μετά να ξυπνήσω.
Καλημέρα, δε θέλω άλλο ρόλο, όχι ευχαριστώ, δώσαμε…δώσαμε…δώσαμε._

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 03, 2005

ΜΗ ΜΙΛΑΣ*

Νιφάδες χιονιού στο γιακά
με ναρκώνουν
οι μπότες γλιστρούν
και τ' αυτιά αγκιστρώνουν τον ήχο
στολές, οπλισμός, μες στα μάτια ο φακός
"στάσου εδώ μες στο φως και κοντράρισε κάργα τον τοίχο"

Δεν είναι που ξέρω του τοίχου να νοιώθω το χτύπο
δεν είναι που η σκέψη κελί δε θ' αντέξει αν φύγω
είναι εκείνη η φωνή, μες στη νύχτα εκεί, που μου λέει
ένας χρόνος μετά είναι λίγο πιο λίγο απ' το λίγο...
ένας χρόνος μετά είναι λίγο πιο λίγο απ' το λίγο...
ένας χρόνος μετά είναι λίγο πιο λίγο απ' το λίγο...

Πιο κάτω απ' το κάτω τρυπώνει η ελπίδα
κι εγώ απ'τον πάτο μια τρύπα στο χρόνο ανοίγω
σε βλέπω, θηλιά στου καιρού μου το δίχτυ
Μαντόνα και Κίρκη στο ίδιο στημένο μοτίβο

Δεν είναι το «τσακ» του αναπτήρα που βλέπω όταν στρίβω
δεν είναι το ψεύτικο δράμα του χρόνου που κρύβω
Είναι εκείνη η φωνή μες στη νύχτα εκεί που μου λέει
ένας χρόνος μετά είναι λίγο πιο λίγο απ' το λίγο...
ένας χρόνος μετά είναι λίγο πιο λίγο απ' το λίγο...
ένας χρόνος μετά είναι λίγο πιο λίγο απ' το λίγο...

Πνίγομαι σ'ένα ποτήρι βαθύ
Σ'ένα πηγάδι του νόστου
Της πειρατείας σου η μουσική
χρόνους μετράει εντός

Μια πεταλούδα
το νου μου σκορπάει
μ' ένα βιολί που ουρλιάζει
μέτρα το χρόνο μ' αυτό που πονάει
κι όχι μ' αυτό που τρομάζει

Μη μου μιλάς...μη μιλάς...μη μιλάς
μη μου μιλάς...μη μιλάς...μη μιλάς
μη μου μιλάς...

Στο στέκι οι φίλοι μικραίνουν το φόβο, μα εγώ σ'έχω δει
και ξανά στήνω πλάτη στον τοίχο.
Κουβέντες, σημαίες, ψυχές που σε παίρνουν,
παρέες της νύχτας, δωμάτια πίσω στον κήπο.
Στη σκάλα με βία, το βλέμμα γωνία, κομμένος στα τρία,
το νου σ'αμνησία τυλίγω.
Το χρώμα σου μένει στα φώτα του πάρκου,
τη γέννα του δράκου στη γέννα της πάλι την πνίγω.
Χλώμιαζες όταν μιλούσα γι' αυτό και τα δεσμά του υμνούσες.
Ό,τι μας δένει με το ουρλιαχτό έλεγες πως τ' αγαπάς.
Μείνε λοιπόν στου καιρού τη βουή, μ' ένα θλιμμένο δοξάρι.
Δώστη φωνή σου σα στείρα αμοιβή, σ' όποιον μπορεί να σε πάρει.
Δεν είναι η μνήμη κερί που ζητάει να το σβήσω.
Δεν είναι που πριν και μετά από σένα θα ζήσω.

________________
υ.γ.:Αποστόλης Μπουλασίκης
*: άκου...

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 02, 2005

stick to that

δεν ξέρω ποιον παλεύω να νικήσω
...δεν ξέρω ποιον παλεύω να νικήσω
......δεν ξέρω ποιον παλεύω να νικήσω.

_____
μην προχωρήσεις στο επόμενο στιχάκι, ώσπου να μάθεις