<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 28, 2004

Απογοήτευση από ένα ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που μένει άδειο, μια βιασμένη καλημέρα και μια χοντρή αστρολόγα σε πρωινάδικο που σου ανακοινώνει ότι αυτή η πανσέληνος δε θα σε επηρεάσει… Αρκούσι? Δικαιολογούν τρακαρίσματα, ταχυπαλμίες, αφηρημάδες, προβεβλημμένα σε φόντο ήλιου αδιέξοδα, κομμένα μαθήματα, χυμένο καϊμάκι στο πιατάκι με τα λουλουδάκια, υγρασίες που σε λιώνουν…
Κατά τα άλλα τα φέρετρα με τα πουλάκια μου πηγαινοέρχονται…

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 27, 2004

Κούραση ανείπωτη, παραθυρόφυλλα ανοιχτά, φώτα αναμμένα. Γύρισα στ’ αριστερό μου πλάι ν’ αποκοιμηθώ αγκαλιάζοντας με τα δυο χέρια την καρδιά μη φτερουγίσει και μ’ αφήσει, άκαρδο κτήνος, ανάσκελα με την πληγή να χάσκει ορθάνοιχτη κι εκτεθειμένη.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 26, 2004

"...και κάθε που χαράζει..."

Την επόμενη φορά που όλα τα σημάδια θα σου δείχνουν πως έχεις
χάσει τη μπάλα και το μπούσουλα, ότι και το κλήμα είναι λειψό και ο γιαλός στραβός, προς Θεού, μην κλειστείς σε κανένα μπαράκι με μουσική που αγαπάς, με τσιγάρα και αλκοόλ ελπίζοντας στην καλή νεράιδα που με το ραβδάκι της θα κάνει τα υπέροχα μαγικά της για να σε στείλει στο φως.
Το ήξερα πως τίποτα δεν θα γινόταν όπως θα το επιθυμούσα, όπως θα
μπορούσα να το είχα ονειρευτεί, αν ονειρευόμουν. Για να δουλέψει το σχέδιο τόσο καλά, πρέπει τα πάντα να είναι τέλεια κανονισμένα, και εδώ πέρα μονάχα που δεν έχουμε βγάλει πανό: «πωλούνται πάσης φύσεως υλικά». Δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να καταφέρνει να ζει στα σύνορα της πραγματικότητας. Πώς γίνεται να μένει εκεί, χωρίς να συμμετέχει στην ρέουσα ζήση και χωρίς ποτέ να ρισκάρει να πελαγοδρομήσει σε θάλασσες φαντασίες δρασκελίζοντας τη διαχωριστική γραμμή. Να μένει εκεί, απλά σαν ένα τάμα ή βίτσιο ή καπρίτσιο ή έμφυτο τάλαντο που τον θέλει να στέκει με τα χέρια κολλημένα στη βιτρίνα που τον εμποδίζει να αγγίξει τους πόθους του. Δεν ξέρω το πώς. Ξέρω μόνο από πρώτο χέρι ότι γίνεται. Και ότι δε χρειάζεται προσπάθεια, μιας και επιτυγχάνεται πανεύκολα, σχεδόν από μόνο του. Στέκεις και κοιτάζεις το σκηνικό των οπτασιών σου αδρανής. Σα ναρκωμένος. Αλλά όχι ολικώς, ώστε να καταλαβαίνεις τόσο ακριβώς όσο (δεν) πρέπει.
Το τζάμι στο γραφείο μου έχει βαθιές χαρακιές που τις χαϊδεύω και
αφαιρούμαι. Έχω μείνει εδώ και τέσσερις μέρες στη σελίδα 93 του ίδιου βιβλίου. Το χέρι μου είναι βαμμένο τις μαύρες μπογιές των ματιών απ’ το προηγούμενο βράδυ. Ο ανθρώπινος οργανισμός αντιδρά στο σοκ με σοκ. Μην καπνίσετε ένα πακέτο τσιγάρα σε 3 ώρες, αν δεν καπνίζετε, μην κλειστείτε σε ένα καταγώγι να ακούσετε το Μίλτο χωρίς προοπτική διεξόδου, αν είστε στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης, μη ρίξετε το βάρος σας στους γύρω σας, αν, παρ’ όλες τις προσπάθειες, όλα τα παραπάνω δεν αποτραπούν… όλα μα όλα αυτά θα σας κάνουν απλώς…σκατά.
Α, ρε Μίλτο, μας κατέστρεψες… βοήθησες δηλαδή.
Εντάξει, το εμπεδώσαμε ότι η ζωή δεν είναι αμερικανικό happy end,
αλλά και κάθε που χαράζει να μας πιάνει το μαράζι, δεν είναι παραπάνω απ’ όσο αντέχουμε…?


Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 23, 2004

ως πότε, παληκάρια...?

Το βέλος της μαύρης μου μελάνης στοχεύει προσωπικές αστοχίες.
Προσωπικές χάρη στην ενέργεια που χρειάστηκε να σπαταληθεί προκειμένου να μην κατηγορηθούν άλλοι γι’ αυτές,
αστοχίες, απλά επειδή δε θυμίζουν σε τίποτα τα ξέγνοιαστα όσο και
παντοδύναμα παιδικά όνειρα που κάποτε, αναιδώς ίσως, φιλοδόξησαν να γίνουν εξώφυλλα.
Αυτό το ριζικό μας συντρόφεψε τόσον καιρό. Το μάθαμε τώρα πια,
νιώσαμε την ήττα να κυλάει στο αίμα, μάθαμε να πανηγυρίζουμε με αναπάντεχη δύναμη τις ανθρώπινες αδυναμίες μας, αναγνωρίσαμε τις παγίδες μας που μας στήσαμε εμείς οι ίδιοι, αποταχθήκαμε ό,τι κάλπικο μας είχε ταμπουρώσει μέσα στα μυστηριώδη πλαίσιά μας, πενθήσαμε, γιορτάσαμε το τέλος.
Κάτι άλλο;
Δεν ξώμεινε τίποτ’ άλλο για μας;

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 17, 2004

Σ’ αυτό το βίο οι Παρασκευές μου καταλαμβάνουν περιοδικά θέσεις
απελπισίας ή απελευθέρωσης αλύπητα και διαδοχικά.
Είμαι από εκείνους που πέφτουν με τα μούτρα κι έτσι, όταν δε
φυτοζωώ μέσα σε νομοτελειακά τέλματα που προσμένουν να ξαναγίνει η Μεγάλη Έκρηξη, μπαίνω στην αλήθεια που κατασκευάζω (πάντα εγώ και πάντα με μπούσουλα τον καιρό) με τα μπούνια.
Ξανάρχισα να πίνω γάλα. ΝΟΥΝΟΥ. Ποιος το φανταζόταν τόσα χρόνια
μετά την επανάσταση της μη γαλατοποσίας θα επέστρεφα στην εποχή του υπόλευκου εκκρίματος με τον πιο ατιμωτικό τρόπο. Μου φάνηκε πολύ γλυκό κι, αν λογαριάσεις πως του προσθέτω και κάμποσα κουτάλια σοκολάτα για να μην το μυρίζω, είναι αρκετά πιθανό μετά από λίγο καιρό να μου ανεβάσει και το ζάχαρο και να απαλλαγώ τελειωτικά από την πάρτη του.
Σημερινό λάφυρο «το παζάρι του ληστή» από ένα δίσκο που βρέθηκε
στα χέρια μου κατά λάθος.
Γεμίζω τα τέλματά μου με ΝΟΥΝΟΥ.
«…και πούλησά τα μάτια μου…»

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 14, 2004

Δυστοκία στη γραφή δεν είναι πάντα δυστοκία στις συλλογιστικές
διαδικασίες και την έκφραση. Είναι μια κάστα ανθρώπων που υποφέρει από μία απελπιστική στειρότητα για γέννηση ερωτηματικών και αναζωογονητικών ανησυχιών. Είναι σα να δέχονται τα πράγματα καθώς είναι ακριβώς χωρίς καμία απορία ή ανατρεπτική διάθεση. Θα μου πεις, κι εκείνοι που έχουν επαναστατικές διαθέσεις πόσα παραπάνω κάνουν…; Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.
Μιλώ πάντα για εκείνους τους ανθρώπους. Προσπαθούν πάντα να
μαθαίνουν για τα πάντα χωρίς φανατικό όμως ζήλο, φαντάζουν να ακολουθούν τη ζωή, χωρίς φυσικά αυτό να συνεπάγεται ότι το κάνουν με ευκολία, δε σοκάρονται με τίποτα για παραπάνω απ’ όσο τους επιτρέπει η συμβιβαστική τους φύση. Καμιά φορά, εν μέσω διαμάχης, ούτε καν αυτή την γλυκανάλατη διάθεσή τους εκφράζουν, διαλέγουν να σιωπούν. Δεν επιθυμούν τίποτα, δεν ονειρεύονται μεγαλεπήβολα όνειρα και γουστάρουν ν’ αλλάζουν μορφή σαν πηλός, όταν τους το ζητάνε οι περιστάσεις ή οι περαστικοί.
Αρκετά συχνά σκέφτομαι ότι όλα αυτά φαινόμενα- πρόσωπα δε είναι
κατ’ ανάγκη εγωκεντρικά τομάρια που επιπλέουν ωσάν φελλοί στην επιφάνεια μιας λίμνης πολλαπλών κοσμικών αλληλεπιδράσεων. Ίσως να σφάλλω, μα δεν μπορώ πάρά, επηρεασμένη από εσωτερικούς αέρηδες, να υποθέσω εύλογα πως κάποια συλλογιστική θα πρέπει να υπάρχει μέσα σε όλη αυτή τη φαινομενικά αυθόρμητη διαδικασία. Μία εγωιστική ερμηνεία, μια εύκολη λύση, δεν απαντάει γιατί ένα τέτοιο άτομο στερείται προσωπικών φιλοδοξιών και προσπερνά κοινωνικές συμβάσεις με πρωτόγονα φιλελεύθερη διάθεση. Γιατί εμμένει σε μια αδρανειακή ησυχία τον καιρό που όλοι φωνάζουν και τρέχουν.