"στα χίλια."
Ημερομηνίες αναμετριώνται. Καλοκαίρι '97, ξεβαμμένο τζην, λευκό φανελάκι και κίτρινα maui στην Πετρούπολη. Συναυλία πριν το μαύρο λάηβ του αλκίνοου, ο δρόμος, ο χρόνος και ο πόνος, early teens, πού δρόμος, πού χρόνος και πού πόνος. Οριοθέτηση από αριθμούς. Τρέχω να προλάβω τη μοναξιά των ανθρώπων, μην προλάβει να πέσει κάτω και σπάσει. Είναι εντελώς άσκοπο, απλώς δεν αντέχω να μην το κάνω, με πονάει η μοναξιά που πέφτει μαζί με το βλέμμα τους όταν γυρνώ την πλάτη, ενστικτωδώς σπεύδω, μήπως την προλάβω μέσα τις χούφτες μου. Ενσυναίσθηση ίσως. Είτε μασκαρεμένη ιδιοτελής προσδοκία. Βίος διαιρετέος. Περάσαμε με τον αλκίνοο το σ'αγαπώ δυο μόνο λέξεις, έπειτα ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα, έπειτα το τζερτζελέ, αυτά που δεν εννοούσαμε ούτε εκείνος ούτε εμείς τέλος αυτά που μπορέσαμε να κρατήσουμε μέσα στα χέρια, πώς μεγαλώσαμε έτσι. Παιδιά και ηλικιωμένοι διεκδικούν πρωτοκαθεδρίες μοναξιάς, τους κάνουμε τον καραγκιόζη να θολώσουμε τα νερά των αυστηρά προσωπικών τους ορίων, συγκεχυμένες σκέψεις για τη μονιμότητα των αντικειμένων, των προσώπων, εκείνων που φεύγουν και αφήνουν γενέθλιες ημερομηνίες, τί περίεργη αυτή η ιδιοτροπία των διερχομένων πορειών, πορτοκαλιές κουβερτες, δεν είμαι παιδί ουτε ηλικιωμένη , θυμάμαι πόση εντύπωση μου χε κάνει η λέξη πάλσαρ μέσα σε τραγούδι, πόσο τελεσίδικα κάτι πανόδετα ερωτικά του ρίτσου, αβάσταχτοι απρίλιδες, ο αλκίνοος γράφει ένα τραγούδι για το πεπερασμένο,αλλά η αλήθεια είναι πως τίποτα δε δείχνει να έχει συνοχή, ο ποιητής ένα κενό και τέτοια.
Καλέ μου,
γράφω για να πω πως μου λείπεις. Ξέρω πως πολλές φορές ό,τι κι αν προσπαθώ να αρθρώσω κρύβονται από πίσω αυτές οι δυο λεξούλες, έτσι που επιφορτίζονται τα λόγια σωρούς ψέμματα και υπεκφυγές. Όμως τώρα χρειάζομαι να το πω. Όχι για το “όλα σε θυμίζουν” του πράγματος και άλλα συναφή διαδιακαστικά, που φαίνονται, βέβαια, γελοία, χωρίς ποτέ στην πράξη να είναι εξ' ίσου διασκεδαστικά, αλλά επειδή σιγά σιγά η εγγραφή αρχίζει να σβήνει και όλος ο πόνος, όλος ο κόπος, το τρεχαλητό να κλείσω στις χούφτες μου τη μοναξιά σου μην πέσει μαζί με το βλέμμα σου και σπάσει θρύψαλλα, όλα αυτά, να ξέρεις, σβήνονται. Σε θυμάμαι κάποτε, όταν χωρίς επιτυχία καλούμαι να με εξηγήσω για πράγματα που σ'εσένα θα ήταν αυτονόητα, μα κάθε φορά εξαχνώνεσαι και πιο γρήγορα, μηχανισμός αυτοσυντήρησης, δεν ξέρω πώς να κάνω να σε διώχνω και να σε συγκρατώ ταυτόχρονα, δεν ξέρω πώς να υπάρξω διαχειριστής μιας αλήθειας που αρχίζω να ξεχνώ αν υπήρξε.
Κέντρο διερχομένων ημερομηνιών, διασταυρούμενες πορείες ανθρώπων, διαιρετέοι βίοι, μπορούμε να καλέσουμε την περίοδο παρωχημένη και από τη ροή του χρόνου να συναγάγω για το παρωχημένο το πέρας ενός αναλώσιμου.
Μετρω μνήμη κενού.
Παγωμένος εσπρέσσο. Τα κοριτσάκια ξιπολήθηκαν, τα αγοράκια τα κοιτούν σχεδόν απορημένα. Μεγάλη ανακάλυψη ο καφές. 29 βαθμοί μπαίνοντας στο σούπερ μάρκετ “ένα χειμωνιάτικο πρωί”, μα τί πλάκα. Δημητριακά ολικής αλέσεως και σε 2 εβδομάδες θα είμαι έτοιμη για την παραλία. Αυτή η εποχή έχει κάτι εσχατολογικό, κάτι στο τέλος του μάη, δε θυμάμαι, κάτι από το τέλος του σχολείου, τα μπουγελώματα, τα σχολικά πάρτυ με τα μπλουζ στο τέλος και τα σώματα βαρκούλες δεξιά-αριστερά, τις πανελλήνιες. Δε θυμάμαι. Οι εργένηδες αγοράζουν ψωμί ολικής αλέσεως. Μαύρο. Τί σόι πένθιμη συμφωνία είναι αυτή δεν ξέρω. Στον ύπνο μου το σπίτι σου είναι σ' ένα δρόμο ανηφορικό, με τριγυρίζει ένα μωρό με τα μάτια σου, μόνο κατάξανθο, το δωμάτιό σου είναι πάνω στο δρόμο και λέω στη γιαγιά σου με τις σακούλες του σούπερ μάρκετ στα χέρια, αν το θυμηθεί, να σου πει ένα γεια από μένα. Σα να κάνει να σε φωνάξει, μέχρι να βγεις αγουροξυπνημένος έχω στρίψει κάτω από την καταπακτή, κάτω βαθειά.
Έχει πλάκα, σ' αυτήν την πόλη τα απογεύματα μοιάζουν να κυλούν στ'αλήθεια νωχελικά, είτε βρέχει είτε δε βρέχει. Τα πιτσιρίκια μόνο έχουν ξεχυθεί σε αυλές και αλάνες. Φαίνεται δε βαστιούνται με τίποτα μες στα σπίτια, φωνάζουν κάτι ακατάληπτες κουβέντες με όλη τους τη δύναμη, κάτι υποψιάζοντα. Ή το αντίθετο.
Έχει πλάκα αυτός ο καιρός. Μας διασκεδάζει, μας υπονομεύει.
Καλέ μου,
γράφω για να πω πως μου λείπεις. Ξέρω πως πολλές φορές ό,τι κι αν προσπαθώ να αρθρώσω κρύβονται από πίσω αυτές οι δυο λεξούλες, έτσι που επιφορτίζονται τα λόγια σωρούς ψέμματα και υπεκφυγές. Όμως τώρα χρειάζομαι να το πω. Όχι για το “όλα σε θυμίζουν” του πράγματος και άλλα συναφή διαδιακαστικά, που φαίνονται, βέβαια, γελοία, χωρίς ποτέ στην πράξη να είναι εξ' ίσου διασκεδαστικά, αλλά επειδή σιγά σιγά η εγγραφή αρχίζει να σβήνει και όλος ο πόνος, όλος ο κόπος, το τρεχαλητό να κλείσω στις χούφτες μου τη μοναξιά σου μην πέσει μαζί με το βλέμμα σου και σπάσει θρύψαλλα, όλα αυτά, να ξέρεις, σβήνονται. Σε θυμάμαι κάποτε, όταν χωρίς επιτυχία καλούμαι να με εξηγήσω για πράγματα που σ'εσένα θα ήταν αυτονόητα, μα κάθε φορά εξαχνώνεσαι και πιο γρήγορα, μηχανισμός αυτοσυντήρησης, δεν ξέρω πώς να κάνω να σε διώχνω και να σε συγκρατώ ταυτόχρονα, δεν ξέρω πώς να υπάρξω διαχειριστής μιας αλήθειας που αρχίζω να ξεχνώ αν υπήρξε.
Κέντρο διερχομένων ημερομηνιών, διασταυρούμενες πορείες ανθρώπων, διαιρετέοι βίοι, μπορούμε να καλέσουμε την περίοδο παρωχημένη και από τη ροή του χρόνου να συναγάγω για το παρωχημένο το πέρας ενός αναλώσιμου.
Μετρω μνήμη κενού.
Παγωμένος εσπρέσσο. Τα κοριτσάκια ξιπολήθηκαν, τα αγοράκια τα κοιτούν σχεδόν απορημένα. Μεγάλη ανακάλυψη ο καφές. 29 βαθμοί μπαίνοντας στο σούπερ μάρκετ “ένα χειμωνιάτικο πρωί”, μα τί πλάκα. Δημητριακά ολικής αλέσεως και σε 2 εβδομάδες θα είμαι έτοιμη για την παραλία. Αυτή η εποχή έχει κάτι εσχατολογικό, κάτι στο τέλος του μάη, δε θυμάμαι, κάτι από το τέλος του σχολείου, τα μπουγελώματα, τα σχολικά πάρτυ με τα μπλουζ στο τέλος και τα σώματα βαρκούλες δεξιά-αριστερά, τις πανελλήνιες. Δε θυμάμαι. Οι εργένηδες αγοράζουν ψωμί ολικής αλέσεως. Μαύρο. Τί σόι πένθιμη συμφωνία είναι αυτή δεν ξέρω. Στον ύπνο μου το σπίτι σου είναι σ' ένα δρόμο ανηφορικό, με τριγυρίζει ένα μωρό με τα μάτια σου, μόνο κατάξανθο, το δωμάτιό σου είναι πάνω στο δρόμο και λέω στη γιαγιά σου με τις σακούλες του σούπερ μάρκετ στα χέρια, αν το θυμηθεί, να σου πει ένα γεια από μένα. Σα να κάνει να σε φωνάξει, μέχρι να βγεις αγουροξυπνημένος έχω στρίψει κάτω από την καταπακτή, κάτω βαθειά.
Έχει πλάκα, σ' αυτήν την πόλη τα απογεύματα μοιάζουν να κυλούν στ'αλήθεια νωχελικά, είτε βρέχει είτε δε βρέχει. Τα πιτσιρίκια μόνο έχουν ξεχυθεί σε αυλές και αλάνες. Φαίνεται δε βαστιούνται με τίποτα μες στα σπίτια, φωνάζουν κάτι ακατάληπτες κουβέντες με όλη τους τη δύναμη, κάτι υποψιάζοντα. Ή το αντίθετο.
Έχει πλάκα αυτός ο καιρός. Μας διασκεδάζει, μας υπονομεύει.
<< Home