«σε τύλιξ’ η νύχτα κι ορφάνεψα μόνη μου..»
Τα ΚΤΕΛ και ο σταθμός Λαρίσης. Τα επιβατικά που φεύγουν από τον Άγιο Σπυρίδωνα στη μέση της νύχτας. Τα άλλα που γυρίζουν.
Παντού ο ίδιος ήχος, ο αντίλαλος από την πτώση του φωτός όταν πνίγεται μέσα στα μαύρα νερά. Περισσότερο ή λιγότερο ένδοξα.
Τα παροπλισμένα σώματα στα ναυπηγεία της Ελευσίνας τη νύχτα με τους βραχίονες που κοιτάνε τον ουράνιο θόλο και τα φαναράκια τους που βουτάνε στο υγρό μαύρο τυγχάνουν της πιο απροσποίητης συμπάθειάς μου.
Από ένα αψυχολόγητο αίσθημα βαθύτατης συγγένειας.
Σαν αυτήν με τα κορμιά που ξοδεύονται γυροφέρνοντας στα χιλιοπερπατημένα πρακτορεία και τις ωχρές αποβάθρες και που παίρνουν το σχήμα των καθισμάτων των ποτισμένων με καπνό και ιδρώτα.
Ο Οδυσσέας που τρόμαξε από το άσχημο πρόσωπο της γυναίκας του εγκατέλειψε την πολυπόθητη Ιθάκη για να πεθαίνει από πορνείο σε πορνείο πλάι σε εκείνες που άλλοτε –παλιά μόνο- νόμιζε ότι της έμοιαζαν.
Το άδειασμα της αποχώρησης και τα καντάρια του κόπου της.
Παντού ο ίδιος ήχος, ο αντίλαλος από την πτώση του φωτός όταν πνίγεται μέσα στα μαύρα νερά. Περισσότερο ή λιγότερο ένδοξα.
Τα παροπλισμένα σώματα στα ναυπηγεία της Ελευσίνας τη νύχτα με τους βραχίονες που κοιτάνε τον ουράνιο θόλο και τα φαναράκια τους που βουτάνε στο υγρό μαύρο τυγχάνουν της πιο απροσποίητης συμπάθειάς μου.
Από ένα αψυχολόγητο αίσθημα βαθύτατης συγγένειας.
Σαν αυτήν με τα κορμιά που ξοδεύονται γυροφέρνοντας στα χιλιοπερπατημένα πρακτορεία και τις ωχρές αποβάθρες και που παίρνουν το σχήμα των καθισμάτων των ποτισμένων με καπνό και ιδρώτα.
Ο Οδυσσέας που τρόμαξε από το άσχημο πρόσωπο της γυναίκας του εγκατέλειψε την πολυπόθητη Ιθάκη για να πεθαίνει από πορνείο σε πορνείο πλάι σε εκείνες που άλλοτε –παλιά μόνο- νόμιζε ότι της έμοιαζαν.
Το άδειασμα της αποχώρησης και τα καντάρια του κόπου της.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home