Ενδύω τα χαρτόδετα με ρυζόχαρτο, γυρεύω να περιορίσω τις απώλειές μου, όπως θα ‘λεγε και η Κική -επανάληψη στην ετ1 Κυριακή βράδυ τέλη Ιούνη με διάλειμμα telemarketing. Κάνουν αυτόν το χαρακτηριστικό ήχο χάρτινου τραπεζομάντηλου κυκλαδίτικης ταβέρνας, όταν παίζει με το μελτέμι, με το σάκκο της θάλασσας ακουμπισμένο στην τρίτη καρέκλα του τραπεζιού και το σώμα καθισμένο στο πλάι. Ο συριστικός ήχος του focus μου, η απουσία του σώματος του φωτός, κατά προσέγγιση ύλη σε πίξελ, η αποφυγή της, φόβος και τρόμος, προσομοίωση, πρόβα για μια ζωή κατά προσέγγιση με υποσυνείδητη προσδοκία τη φυγή από το αναπόδραστο, το ίδιο αναπόδραστο που σε κάνει και αναρωτιέσαι σε ποια γωνία θα σε πετύχει με τη μυγοσκοτώστρα είτε το επιλέγεις είτε όχι ή, πάλι, πόσες ασυνείδητες προναρκώσεις αρκούν για να αχρηστευτεί ακούσια η επιλογή της κύριας νάρκωσης, ενώ θα είναι πλέον αργά και άρα διόλου αναπόδραστο, αλλά μια χαρά δραπέτες, αποδυναμωμένοι υπερήλικες στην ψυχή, αναπότρεπτα αυτόχειρες, για πάντα ή μέχρι το επόμενο χειρουργείο του
καταναλωτή της ελπίδας και πάλι νάρκωση, ακρωτηριασμός, αγάπα με, αν τολμάς και τα συναφή. Ξανθή κυρία με πράσινα και λαμέ χορεύει και τραγουδά για την ενεργειακή αυτονομία των Ζαπατίστας,
το αλφάβητο του είναι μου τραυλό, άμστελ με καλαμάκι, η άπιστη Luv στην Αυστραλία, ο Αλιάκμονας δεκαπέντε χρόνια μετά, σώγαμπρος στο Νεστόριο από την Παραγουάη,
μ’ άδεια φαρέτρα πολεμάω το χειμώνα από το κάστρο στην καρδιά του Πλαταμώνα, γιατί οι αγκαλιές της κηδείας είναι πάντα πιο σφιχτές και τα βαμβακερά μαύρα το καλοκαίρι παρουσιάζουν θόρυβο για υψηλές ευαισθησίες κι ας μη βγαίνει άχνα ούτε δάκρυ κι ας μην κουνιέται φύλλο ούτε φίλος στα ηπειρωτικά κι ας μυρίζει τέλος αυτή η φορά από την αρχή.