"μ' ένα τεράστιο παγωμένο φεγγάρι στο δεξί σου ώμο..."
Σιγή ιχθύος στο πατρικό μου σπίτι μια συνθηκολογημένη θλίψη. Χρυσό μου, χτυπάω το βούτυρο Κερκύρας και σε σκέφτομαι σε μια περιοχή του χρόνου που κανονικά θα ευχόμουν όπως και άλλοτε να πάψουν τα παράτονα κάλαντα που εκπέμπουν οι καρικατούρες της γιορτινής πόλης. Αναπνέω άχνη ζάχαρη. Ναι, είμαι του κουραμπιέ. Το κέντρο της πόλης αναδίνει δακρυγόνα από παντού. Τσεπώνω την περίσσεια της συνάφειας των δακρυγόνων με την έννοια της γιορτής και τσεκάρω σημάδια. Το petite fleur και το ξαδερφάκι του απέναντι ακέραια και δίχως διαθέσιμο τραπέζι όπως πάντα. Δεν πέρασα από τη Θεμιστοκλέους, να δω αν ο Τόλης κατέβασε τα ρολά του, πάντως η κυρία που παραμέρισα να της ανοίξω δρόμο με ευχαρίστησε εγκαρδίως κι ένας μπαμπάς πήγαινε θέατρο με τους δυο γιους παραμάσχαλα. Προσπαθώ να θυμηθώ αν οι σκηνές στο παγκάκι από τα φτηνά τσιγάρα ήταν γυρισμένες στη Σίνα ή στην Ομήρου, κλίνω στο πρώτο, είναι, λέει, μια άσχημη πόλη τούτη δω, ο γεωργελές καινούριο βιβλίο, σηκώνω το γιακά μου, λυπημένη, μα κάπως απελευθερωμένη από την προσδοκία, αυτό με κατατάσσει σε μια ουδέτερη ζώνη, ασύμβατη με εκείνους που ζουν σε ομαλή συνύπαρξη με τις προσδοκίες τους, συνεπώς, όχι, δεν ξέρω με ποιους να πάω και ποιους ν' αφήησω, σε καλό να μας βγει τόσος σαββόπουλος, στο ένα παράθυρο ο ανθός της νεολαίας εντρυφεί στα περί της δολοφονίας γνωστού επιχειρηματία της νύχτας και της σαλταρισμένης φίρμας-συζύγου-του, στο άλλο ο ανθός της νεολαίας πετάει πέτρες στο γυαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω. Στρίβοντας στη Βασιλίσσης Σοφίας μου σκάει μύτη ο Παρθενώνας. Μου χαμογελάει. Έχει εφιαλτική κίνηση στους δρόμους αυτές τις μέρες. Κάποιοι κουβαλάνε όσα οριακά είναι ικανοί να κουβαλήσουν, άλλοι ψιλοπράγματα, άλλοι ένα μικρό κάτι, κάποιοι τίποτα. Στα ψώνια όπως στη ζωή. Ήρθα για να τους βρω ξένους. Σαν κάτι αμήχανους καφέδες σε συναντήσεις σαν εξαναγκαστικές, που δεν έχεις τί να πεις.