Ξένη ιδιοκτησία που απεχθάνομαι, ψωμί στην κατάψυξη, αποτυπώματα καφέ στο νεροχύτη, μεταμεσονύχτια ωράρια καλοριφέρ τέλη απρίλη, πρόγραμμα πολυκατοικίας, ξένος εδώ, ξένος εκεί, ενέργεια καταναλισκόμενη σε απόπειρες εξοικείωσης με το ανοίκειο, ματαιώνονται με το κακό κέφι, τώρα το λέμε κακό κέφι, γιατί μεγαλώσαμε και γίναμε πιο κυνικοί, κάποτε θυμάμαι αφού έπεφτα για ύπνο κάθε βράδυ τον πατέρα μου να ανοίγει την πόρτα να με φιλήσει για καληνύχτα, δεν μπορώ να θυμηθώ πότε έπαψε, ένα τραγούδι για τον πατέρα μου και κλαμματάκια κι όσο πιο πολλά γίνονται τόσο χάνουν το νόημά τους για τους έξω κι ας είναι οι προσωπικές διακριτές μου καταστροφές σε αμήχανη παράταξη και πλήρη έκθεση. Μωρά που σπαράζουν Μεγάλη Πέμπτη στην εκκλησία και γυναίκες με μάτια που γυαλίζουν στο ημίφως, επισκέψεις στα κοιμητήρια, ένα παιδί που πλένει τα τζάμια του διπλανού στο φανάριμε κάνει να κλαίω, εργασίες τόρνου στη στροφή των κτελ για καβάλας και κλαίω, θέλω να μάθω να στρίβω, ασπρόπυργος, ελευσίνα, βαλίτσες κι άλλες βαλίτσες και κλαίω, η γιαγιά καταπίνει λυγμούς τις συμφορές που βρήκαν τα παιδιά της μία προς μία, εγώ μετράω κενά. Και τρέμω αυτά που θα 'ρθουν. Χθες τέτοια ώρα ήμουν στο σπίτι μου. Τώρα σ' ένα άλλο. Για αύριο ποιος ξέρει. Αυτή η νύχτα αργεί ακόμη να ξημερώσει.