Κάποια φορά κοιμήθηκα αφήνοντας τα κλειδιά απ’ έξω. Εντάξει, ήταν πάνω από μία φορά. Γι’ αυτό συχνά τις νύχτες όσο ζούσα εδώ ξυπνούσα να διακρίνω από απόσταση, χωρίς τα γυαλιά μου αν τα κλειδιά ήταν από τη μέσα μεριά της πόρτας. Μου έγινε συνήθεια. Αυτός ο φόβος ότι κάποιος μπορεί να γυρίσει το κλειδί και να μπει στα καλά του καθουμένου. Κι όλα αυτά χωρίς ποτέ να με έχουν κλέψει. Στη ζωή τα ίδια. Εκτός απ’ το τελευταίο.
Έχω όλες τις λέξεις που πληγώνουν και νύχια που τρώγονται για καυγά. Να πιαστούμε στα χέρια για όλα τα ψέματα, τις υποσχέσεις και τη βία μέσα, για το κορμί που δόθηκε και την αναίρεση της παραχώρησης. Να λήξει τελεσίδικα. Με αίματα και γρατσουνιές, όπως άρχισε. Κάπου λέει ο Ο. ότι, αν της πεις πως όλος ο κόσμος είναι μέσα στα μάτια της, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να κάνεις τα πάντα για να τον σώσεις. Ή κάτι τέτοιο. Κι εγώ θυμάμαι πάλι την ατάκα με το καρπούζι και την καρδιά του. Που είναι το ωριμότερο κομμάτι του. Σε αντίθεση με εκείνη του ανθρώπου.