"μα εγώ θυμάμαι φορούσες φτερά..."
Καθώς εφάπεσαι με τον άλλον, το πρόσωπό του γράφει λήμματα στο προσωπικό σου ιδιόκτητο λεξικό. Μεγαλώνοντας αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι και τόσο προσωπικό ούτε τόσο ιδιόκτητο κι έτσι κατευνάζονται λίγο οι εξάρσεις ερημιάς και οι αιχμές που σωρεύουν μονήρη φορτία, αδύναμα να συζευχθούν. Πάνω στο εδαφός σου ο άλλος εγκαθιστά θύρες, καταχωρεί οικείους ορισμούς γεννημένους μέσα στην αλληλεπίδρασή σας κι αφήνει το χρόνο να αποκαλύψει τις διαθέσεις του. Εγώ φοβάμαι τις κλειστές πόρτες. Τις ανοίγω κατά παρόρμηση μα με τρόμο. Αλλά κι αν τσιγκουνεύεσαι τα αισθήματα, τι τελικά αποταμιεύεις;