"μακράδια στα δάχτυλιά σου, νυφούλα μου..."
τα παπούτσια περπατάνε μονάχα, δε χρειάζεται να τα φοράμε, τα φουστάνια παίρνουν φωτιά, καίγονται οι κουρτίνες, αν δεις μονόφθαλμη γουστέρα θα πέσει το βουνό να πνίξει τη θάλασσα, βγαίνουν τα φίδια, μεγάλα φίδια, μπαίνουν μέσα μου, γι’ αυτό γκαστρώνονται οι γυναίκες, κι ο Θεός καθόταν μπροστά στο παράθυρο, κρατούσε ρόκα κι έγνεθε μαύρο μαλλί, μαύρο μπαμπάκι, να τονε που γνέθει, μη, θα γνέσει και τα γένια του, θα μείνουμε πεντάρφανοι, και κείνα τα πούπουλα γυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου, φύγε, φύγε, , κάτσε δω να σου βγάλω τα πούπουλα απ’ τα μαλλιά σου, να ένα, είναι άσπρο, άσπρο πούπουλο, άσπρο πουπουλάκι, άσπρο προβατάκι, άκου, άφησε ο Θεός τη ρόκα, παίζει πιάνο , δεν ακούς; τί θες λοιπόν; αφού παίζει ο Θεός, φύγε, φύγε.
Γιάννης Ρίτσος,
Εικονοστάσι Ανωνύμων Αγίων:
Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις
Εικονοστάσι Ανωνύμων Αγίων:
Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις