Έχω προσπεράσει της διαφωνίες του Anthony που φοβάται να μείνει στο κενό ανάμεσα στη ζωή και το πουθενά. Συνεχώς περνούν ασθενοφόρα με τις σειρήνες τους αναμμένες. Δεν ξέρω τί να σκεφτώ.
Φεύγω και δε με ακολουθεί τίποτα. Ούτε βλέμμα ούτε άνθρωπος. Θα κατέβω τις σκάλες, θα βγάλω εισιτήριο, θα μείνω για κλάσματα του δευτερολέπτου μετέωρη και θα κάνω μεταβολή. Δε θα μπω στο τραίνο. Θα περπατήσω και θα αρχίσει να βρέχει. Θα χαθώ για λίγο στο Κουκάκι, μέσα στα στενά του, που θα ‘χουν μόλις βραδιάσει, ίσαμε που να βγει μπροστά μου η Ακρόπολη.
[Όταν σκέφτεσαι, περπατάς γρήγορα και σκοντάφτεις στο δρόμο πάνω σε πράγματα που δεν προλαβαίνεις να δεις.]
Ύστερα θα πάρω το γνωστό δρόμο με τα πολύβουα καφέ, χωρίς ν’ ακούω άχνα, με το φόβο πως, αν κάποιος με σκουντήσει για να μάθει την ώρα, θα χάσω την ισορροπία μου, θα σωριαστώ και δε θα ‘ναι κανείς να με βοηθήσει να σταθώ στα πόδια μου.
Υπάρχουν άνθρωποι που, αν αποφάσιζαν να ρωτήσουν, θα μάθαιναν τα πάντα για μένα, υπάρχουν άλλοι που τα ξέρουν χωρίς να ρωτήσουν, υπάρχουν κι εκείνοι που δε θα μάθουν ακόμη κι αν καλωδιωθούν με τη σκέψη μου. Δεν προσπαθώ να πω κάτι με όλα αυτά έξω από αυτά τα ίδια. Μόνο που δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Ξοδεύω χρόνο σα να ‘τανε φθηνός και σα να ‘τανε δικός μου. Στο τραίνο το βλέμμα του άντρα που στέκεται απέναντι με κάνει να νιώσω άβολα, δεν αισθάνομαι όμορφη. Δεν είμαι, αλλά, κυριότερα, δεν αισθάνομαι.
Με γυρεύεις στο τηλέφωνο θυμωμένος που δε με βρίσκεις, που η ζωή μου δεν είναι διάπλατα ανοιγμένη για να μπεις και να κάνεις το κέφι σου, δηλαδή που έτσι έχω καταφέρει,ευτυχώς, να σε κάνω να νομίζεις.
Μυρίζω το παλιό μου άρωμα, μυρωδιά από σάρκα, μισό δαχτυλάκι allure του chanel, θυμάμαι που μου ‘λεγες να μην το φοράω όταν βρισκόμαστε γιατί μετά μύριζες ολόκληρος, τα παπούτσια του χορού που αγόρασα σήμερα μου φαίνονται τελείως ανώφελα, το μυαλό μου βραχυκύκλωσε. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Όλες οι έξοδοι μοιάζουν φραγμένες, τα τηλέφωνα χτυπούν, η μάνα μου ντρέπεται για μένα κι εγώ αυτό πρέπει κάπως να το αντιμετωπίσω λογικά.
Ξεκινάω το ροκ μυθιστόρημα τέταρτη φορά, αν κάποτε γράψω κάτι θέλω να εκδοθεί σε τέτοιο χαρτί και με αυτή τη γραμματοσειρά, η φωνή του Χορν στο «ηθοποιός σήμαινει φως» μου θυμίζει έντονα τη φωνή του Κώστα, ακόμη και το πικρό γέλιο, κάποιος πρέπει να γιορτάζει εδώ στα κοντά, κάποιον πίκρανα ξεχνώντας να κάνω ένα τηλεφώνημα, μου ανεβαίνει ο πυρετός, το πεντάγραμμο και η διαφραγματική αναπνοή συνιστούν υποθετικό λόγο του μη πραγματικού.
εκεί που πάω να σε συνηθίσωεκεί που πάω να σε συνηθίσωσε χάνωΓεμίζω την πένα και γεμίζω σελίδες με αυτήν την κουβέντα. Τα γράμματά μου αγριεύουν, σηκώνουν κύματα, μαύρα.
εκεί που πάω να σε συνηθίσωεκεί που πάω να σε συνηθίσωσε χάνωΕνορχηστρώνω με μαύρη μελάνη σε κίτρινα χαρτιά. εκεί που πάω να σε συνηθίσωεκεί που πάω να σε συνηθίσωσε χάνω.