Η
Αρετή ακολούθησε υπάκουα τη μέγγενη
του εκπαιδευτικού μας συστήματος για
να έχει λίγο μετά τα 30 της μεταπτυχιακούς
τίτλους, έναν παρ’ ολίγον γάμο, γονεϊκές
παρεμβάσεις τύπου ελληνικής επαρχίας
και πολλά ακατάστατα κείμενα σκορπισμένα
στην αναζήτηση του σημαίνοντος. Για
εκείνη το «σε θέλω» δεν ήταν ποτέ
αρθρωμένο ξεκάθαρα και απλά. Όμως για
ποιον είναι;
Η
μάνα μου δε μου ‘πε τίποτα για τον έρωτα.
Κουβέντα για τη ρήξη, τη συντριβή.
Τίποτα για την αυτοεκχώρηση, για το
προμήνυμα του θανάτου. Ούτε για τη
λύτρωση. Τσιμουδιά. Οι παλιές γυναίκες
δε μιλούσαν γι’ αυτά. Σίγουρα όχι στα
παιδιά τους. Οπωσδήποτε όχι απροκάλυπτα.
Πάντως όχι όπως θα γινόταν σήμερα. Η
στοργή που μας δώσανε, απείκασμα της
στοργής που έλαβαν, τραυματισμένη. Την
καταστροφή στα κρεβάτια τους, την πτώση
τους, την αποθέωση, μόνο εκείνες τη
γνώριζαν. Καλά καλά ούτε οι άντρες τους.
Θυμάμαι
την κυρία ‘Ολγα, ετών ογδόντα τέρμα, να
παραδείχνει με πνιχτά γελάκια στη
γυναικοπαρέα κάτι ακατάληπτες κουβέντες
που χρόνια μετά την ενηλικίωση κατέταξα
στην κατηγορία «πληροφορίες σόκιν».
Από την εποχή που το σεξ ήταν λειτουργικό
χαρακτηριστικό του έγγαμου βίου. Τη
σκέφτομαι τώρα καμαρωτή, με το τσεμπέρι
της, ηπειρώτισσα βοσκοπούλα κι αναταράζεται
η συστοιχία των στερεοτυπικών μου
εικόνων. Σκάνδαλο.
Η
αίτηση για χάδι, για επαφή, για σάρκα.
Από τη γυναίκα. Στον καιρό της γιαγιάς
μου. Δεν μπορεί να ήταν τετριμμένη.
Στοιχηματίζω πολλά στο ενδεχόμενο η
γυναίκα της εποχής που δήλωνε απροκάλυπτα
ερωτική επιθυμία να λογιζόταν πόρνη.
Στοιχηματίζω τα ίδια, ακόμα κι αν αυτή
την επιθυμία απλώς την υπονοούσε. Ή
ακόμα κι αν παρέλειπε να αποκρούσει
μηχανικά τη σεξουαλική πρόκληση με
σεμνότυφα σχόλια. Ή με βλέμμα χαμηλωμένο.
Παίζω σιγουράκι στην αποφευκτική
συμπεριφορά και το δισταγμό. Ναι, αυτό
που για τους άντρες ήταν αυτονόητο, όπως
ακριβώς για τα ζώα στη φύση, χωρίς καμία
ηθικής χροιάς φόρτιση, για τις γυναίκες
ήταν αξιολογικά αυστηρά χρωματισμένο.
Το να ζητά μια γυναίκα σεξ κατά τον
εικοστό αιώνα ήταν ταμπού. Και κατά τον
εικοστό πρώτο ακόμα είναι. Και θα είναι.
Το
Woodstock,
ο κομμουνισμός, ο νεοφιλελευθερισμός
και όλα τα sweet
movie,
η φρίντα κάλο και ο ηλίας πετρόπουλος
μαζί δε γίνεται να το αναιρέσουν αυτό.
Να νομιμοποιήσουν τη θηλυκή επιθυμία.
Να την αμνηστεύσουν. Όχι ακόμα. Τα bitchy
γυναικεία κοστούμια στις μεγάλες
καρέκλες, τα εξουσιαστικά ζητήματα στην
ανεξέλεγκτη επίδοση στη συνουσία, ο
ενηλικιωμένος κυνισμός φέρει μια εσάνς
του τύπου «τώρα που βγήκα απ’ στενή,
άμα γουστάρω, πέφτω για ύπνο και μετά
τα μεσάνυχτα». Ραβάσια ψευδεπίγραφα.
Ατυχή τρίο. Αφροδίσια νοσήματα.
Ψυχοθεραπεία κάθε Τρίτη μεσημεράκι.
Και ζάναξ. Ιστορική εφηβεία της
απενοχοποίησης του πόθου της γυναίκας.
Συνοδεία ενοχλητικών παρελκομένων.
Η
στοργή κληρονομείται. Καλώς ή κακώς. Ο
εξοικειωμένος με τους μηχανισμούς
παροχής της μπορεί να την παράσχει
ευκολότερα. Απλό. Δεν είμαι βέβαιη αν
διατηρείται. Δεν μπορώ, δηλαδή, να πω με
σιγουριά αν η μητρότητα αφ’ εαυτής
ανοίγει μια καταβόθρα στοργικότητας
εκ του μη όντος∙ άλλη πηγή δεν μπορώ να
σκεφθώ. Εκείνοι πάντως που δεν την έλαβαν
επιφορτίζονται με το κυνήγι του κρυμμένου
θησαυρού, των τρόπων με τους οποίους θα
καταφέρουν να τη δώσουν. Με γυμνά χέρια
-σπουδαία τα χέρια. Στον άντρα. Στο παιδί.
Πίσω: στη μάνα. Στην Εύα.
Το
ξέσκισμα της σάρκας, το επιθανάτιο
λαχάνιασμα μια
άσκηση φυσικής άλυτη, γύμνασμα
εμπέδωσης όλων των δυνατών τρόπων να
αναπαυθεί η ύπαρξη, να βρει να ακουμπήσει,
να χωρέσει και να ενδώσει τα τοιχώματα
για να εγκολπώσει, να τα δώσει όλα κι
ύστερα να τα χάσει, ανοχή- συναρμογή,
διαφυγή από τη βαρύτητα, η πράξη. Σε
αντιδιαστολή με τη θεωρία. Και σε
ανατροφοδότηση μιας ατέρμονης λούπας.
Ο
οργασμός της γυναίκας δεν προβλέπεται
από το σύνταγμα. Έχει Κανονικές Συνθήκες
(Κ.Σ.). Που περιγράφουν αυτό ακριβώς το
ίδιο κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού. Της
δοτικότητας που είναι η γυναίκα –
από το βάθος ακούγεται η Μουσική των
Σφαιρών∙ με τη φωνή της Κλεοπάτρας
Λυμπέρη.
23
του Ιούνη 2012,
Αρετή.