<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Τρίτη, Μαρτίου 29, 2005

ταχύτητα κύλισης=...

Εισολογίζω τη ζωούλα μου όπως τα όνειρα που βλέπεις ξυπνώντας από τη νάρκωση ενός χειρουργείου. Με περίσσεια οξυγόνου. Δεν είχε πολύ πλάκα ως τώρα. Αλλά εδώ που τα λέμε, μην της τα φορτώνω κι όλα στην καμπούρα. Τί ήταν τάχα? Όλη κι όλη μια μικρή ζωούλα, λίγα χρονάκια μαζεμένα τί να σου κάνουν? Σα να ζητούσα από το ερείπιο, το σκοντάκι σου να προσπεράσει μια μπέμπα. Ε, αυτά δε γίνονται ούτε στις κεντρικές αφρικανικές χώρες. Μια ζωούλα που ποτέ δε φιλοδόξησε να λάβει ρόλο πρωταγωνιστικό. Αν με ρωτήσεις τώρα, θα σου πω πως καλά έκανε. Σιγανά και ταπεινά. Κατά το δυνατόν βεβαίως βεβαίως. Τα μετράς όμως όλα συνοφρυωμένος κι όλο γκρινιάζεις γκρινιάζεις… κι όλο αυτή η γκρίνια σου σε σκάβει, σε σκάβει… Και ξαφνικά έρχεται κάποιος (το γιατί και το πώς δεν έχουν σημασία) και σου λέει ότι το μαύρο είναι η ισορροπία σου, ότι έτσι σε προτιμάει και ξαφνικά ξυπνάς και λες: «Πού πάω, ρε μαλάκα?».
Ο Οδυσσέας θα έλεγε μάλλον πως η ζωή που έχουμε είναι η καλύτερη που θα μπορούσαμε να έχουμε. Υγιές μου ακούγεται. Ακομπλεξάριστο. Θα μου πεις ότι πάλι σου τσαμπουνάω απαισιοδοξίες, ότι απλώς παραδέχομαι ότι δεν μπορώ καλύτερα. Πάρ’ το όμως και αντίστροφα, δέξου επιτέλους ότι κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα από σένα, γλυκό μου κάθαρμα, και πάρε απόφαση ότι το να μην κάνεις κουμάντο δεν είναι τόσο κακό, ότι αυτός που σ’ αφήνει να ζεις ξέρει καλύτερα από σένα προς τα πού πηγαίνεις…
Άλλα ήθελα να πω βέβαια, καλά έκανα όμως που τα ‘πα κι αυτά, όσο τα λες σε ποτίζουν, τους δίνεις χρόνο να σε καταλάβουν. Βασικά, κάτι για μετωπικούς τροχούς διάβαζα, αλλά ένα γαλάζιο t-shirt μου ‘στειλε χθες μια φωτογραφία ενός μπαλκονιού που έβλεπε στη θάλασσα και δε θέλω να ξαναδώ καθρέφτη, γιατί, άμα του δώσω μία και τον σπάσω, είναι, λέει 7 χρόνια γρουσουζιά. Θυμήθηκα και την ατάκα που μου πέταξε σε ανύποπτο χρόνο το ιωαννάκι το σαββατόβραδο («χρυσανθάκι, θα γίνεις μια μανούλα…») και έλιωσα κάμποσο και μ’ έπιασε κι εμένα αυτό που πιάνει όλους τους κλινικά μόνους ανθρώπους όταν έρχεται η Άνοιξη.
Πώς ν’ αποδείξω τώρα ότι τα κίτρινα χρυσάνθεμα του Βαν Γκόνγκ δεν έχουν το χρώμα τ’ Απρίλη? Ανάποδα το ‘πα. Δεν πειράζει. Τώρα θα γράψω την ημερομηνία στην πρώτη σελίδα, θα τελειώσω τον καφέ μου και θα την πέσω για καμιά ώρα, γιατί το μυαλό μου πηδάει ασυγκράτητα σαν τις μελισσούλες που αυτόν τον καιρό οργιάζουν. Με την μόνη διαφορά ότι υστερώ τόσο δα σε παραγωγικότητα…Ωραία δεν το έθεσα? Μπράβο μου…
Τον καθηγητή μου το πρωί δε θα τον νοιάζει ιδιαίτερα ούτε η Άνοιξη ούτε οι μελισσούλες ούτε το μπαλκόνι στη θάλασσα αλλά κυρίως ούτε τα χρυσάνθεμά μου. Σάμπως εμένα με νοιάζουν τα γρανάζια του?
Τι κρίμα να μη με ψάχνεις.
Τι κρίμα που δε με βρίσκεις. Καλύτερα όμως.
Καλά, μη βαράς, φεύγω.

Κυριακή, Μαρτίου 27, 2005

τί να λέμε τώρα...;

Γιατί,εσύ τί άλλο περίμενες από ένα Σάββατο που ξημέρωσε μετά από μια Παρασκευή που ήταν απαράλλαχτη Κυριακή?
Τί άλλο από μία ακόμη Κυριακή?

Τα αγαπημένα μου λουλουδάκια είναι ροζ χρυσάνθεμα,
μωρό μου,
αλλά τώρα δεν είναι Φθινόπωρο,είναι Άνοιξη.




Όσο για την άμυνα που διαλέγω, μην παίζεις με τα σπίρτα,
εσύ θα 'πρεπε να ξέρεις ότι μπορώ και διαφορετικά.

Εσύ θα χάσεις..
Εγώ...είπαμε...

Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2005

ένα τηλεφώνημα φέρνει τον Οδυσσέα...*

"Όσοι νομίζουν ότι η παρατήρηση με το συμπέρασμα ενώνονται με μία ευθεία γραμμή, την τραβάνε και τελειώνουν. Θα μπορούσα να πω ότι τους λυπάμαι, αλλά δεν είμαι σε θέση να λυπηθώ κανέναν. Οι πραγματικές μου λύπες είναι ανυπεράσπιστες απέναντι σε οποιαδήποτε επίθεση, αλλά και τόσο ισχυρές και ανέγγιχτες όσο κι εκείνες μιας γιαγιάς που μέχρι να πεθάνει έπεφτε κλαμένη στο κρεβάτι, γιατί έφερνε στο νου της όσους είχαν σκοτωθεί στους πολέμους. Κι ας μην είχε χάσει κανέναν η ίδια."

Οδυσσέας Ιωάννου, Κέρματα


*την Παρασκευή που μας έρχεται...

Τετάρτη, Μαρτίου 09, 2005

"...τώρα φεύγω.."

6 μέρες βόρεια...
3 μαύρα ζιβάγκο
2 πράσινα πουλόβερ και
1 κόκκινο.
Κάπως έτσι είναι πάντα, η ίδια αναλογία.
Πώς φεύγω πριν το αποφασίσω να φύγω?
Μυστήρια πράγματα...
Τα υπάρχοντά μου δε χωράνε ούτε στον κόκκινο σάκκο της Μαίρη Πόππινς...
Πάλι στα χέρια θα τα κουβαλήσω...ξέρεις δα από τέτοια του λόγου σου.
Ο Θεός να μας φυλάει από τις ντόπιες ξενητειές μας και τις κατακρεουργημένες προσδοκίες μας.

Και καλά κρασιά...

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2005

"σ’ ένα τραγούδι κόλλησα σα γέρικη λατέρνα…"

Η πιο μυστήρια ατάκα που μου ‘χουν πετάξει ποτέ στα μούτρα μπήκε προσφάτως στην ημερήσια διάταξη των ευρύχωρων σκέψεων.

-Ρε συ, ξέρεις τι γουστάρω σ’ εσένα; Που μπορώ να είμαι σίγουρος πως δεν έχεις λόγο να μου δείξεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι.

Δεν πρόκειται να του πω ποτέ πόσο με βασάνισε αυτή η κουβέντα.
Όμως την τελευταία φορά που μου ‘πε κάποιος ότι τ’ αρέσουν τα μαλλιά μου ίσια πήγα και τα ‘κανα περμανάντ. Για άλλη μια φορά θα ακολουθήσω την ίδια τακτική.
Το παιχνιδάκι «μου αρέσει αυτό που νομίζω ότι είσαι» καταλήγει να προβάλλεται στο «είμαι αυτό που νομίζεις ότι είμαι» και είναι απ’ τα πιο πρόστυχα στο playlist.

-Λάθος nick διάλεξες, έπρεπε να βάλεις κυκλάμινο…
-Κυκλάμινο; Πολύ μελό, μωρέ…πόσο μελό να γίνω ακόμα, δεν αντέχω γκρίνια.
-Είσαι μελό;

Δεν είμαι ένα κορμί άθικτο. Ούτε ένα μυαλό άθικτο ούτε μια άθικτη καρδιά.
Το ύψος μου με το χρόνο παρέμεινε σταθερό. Εγώ κόντυνα, αυτά που κουβαλάω στους ώμους λίγο πλήθαιναν, στοιβάχτηκαν πάνω μου. Άλλα έμαθα, άλλα ξέμαθα.

Ένας σωρός γκρίζα συννεφάκια, που δεν έχουν καμία σχέση με δικά μου θέλω, μαζεύτηκαν να βρέξουν πάνω απ’ τον ίσκιο μου να μου θυμίσουν ότι έχω πάψει να επιθυμώ. Όμως όλα τα πράγματα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Μπορεί τώρα να μη μπορώ να στον εξηγήσω, γιατί μάλλον μου διαφεύγει, όμως υπάρχει. Δεν έχω την ατάκα που τα εξηγεί όλα. Δεν ξέρω το χρόνο που θα ξεκλειδώσει το λουκετάκι, μπορεί να μην ξεκλειδώσει. Σε κάθε «γιατί όχι;» έχω να αντιτάξω ένα «γιατί ναι;». Βλέπεις, το δέρμα μου δεν είναι κανένας στερεός φλοιός, πρόκειται για ημιπερατή μεμβράνη, μπαινοβγαίνω όποτε θέλω, ανάλογα με την αιτία που κάθε φορά νιώθω να με ξεψυχάει. Άσε με σε μια απόσταση ασφαλείας από τη μεμβράνη μου. Δε σκοπεύω να σύρω κανέναν στα οχτάρια μου.

Δε θα γίνω άλλο μελό. Παράπονο-ζεμπεκιά δε γίνεται μελό, λυπάμαι.