ταχύτητα κύλισης=...
Εισολογίζω τη ζωούλα μου όπως τα όνειρα που βλέπεις ξυπνώντας από τη νάρκωση ενός χειρουργείου. Με περίσσεια οξυγόνου. Δεν είχε πολύ πλάκα ως τώρα. Αλλά εδώ που τα λέμε, μην της τα φορτώνω κι όλα στην καμπούρα. Τί ήταν τάχα? Όλη κι όλη μια μικρή ζωούλα, λίγα χρονάκια μαζεμένα τί να σου κάνουν? Σα να ζητούσα από το ερείπιο, το σκοντάκι σου να προσπεράσει μια μπέμπα. Ε, αυτά δε γίνονται ούτε στις κεντρικές αφρικανικές χώρες. Μια ζωούλα που ποτέ δε φιλοδόξησε να λάβει ρόλο πρωταγωνιστικό. Αν με ρωτήσεις τώρα, θα σου πω πως καλά έκανε. Σιγανά και ταπεινά. Κατά το δυνατόν βεβαίως βεβαίως. Τα μετράς όμως όλα συνοφρυωμένος κι όλο γκρινιάζεις γκρινιάζεις… κι όλο αυτή η γκρίνια σου σε σκάβει, σε σκάβει… Και ξαφνικά έρχεται κάποιος (το γιατί και το πώς δεν έχουν σημασία) και σου λέει ότι το μαύρο είναι η ισορροπία σου, ότι έτσι σε προτιμάει και ξαφνικά ξυπνάς και λες: «Πού πάω, ρε μαλάκα?».
Ο Οδυσσέας θα έλεγε μάλλον πως η ζωή που έχουμε είναι η καλύτερη που θα μπορούσαμε να έχουμε. Υγιές μου ακούγεται. Ακομπλεξάριστο. Θα μου πεις ότι πάλι σου τσαμπουνάω απαισιοδοξίες, ότι απλώς παραδέχομαι ότι δεν μπορώ καλύτερα. Πάρ’ το όμως και αντίστροφα, δέξου επιτέλους ότι κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα από σένα, γλυκό μου κάθαρμα, και πάρε απόφαση ότι το να μην κάνεις κουμάντο δεν είναι τόσο κακό, ότι αυτός που σ’ αφήνει να ζεις ξέρει καλύτερα από σένα προς τα πού πηγαίνεις…
Άλλα ήθελα να πω βέβαια, καλά έκανα όμως που τα ‘πα κι αυτά, όσο τα λες σε ποτίζουν, τους δίνεις χρόνο να σε καταλάβουν. Βασικά, κάτι για μετωπικούς τροχούς διάβαζα, αλλά ένα γαλάζιο t-shirt μου ‘στειλε χθες μια φωτογραφία ενός μπαλκονιού που έβλεπε στη θάλασσα και δε θέλω να ξαναδώ καθρέφτη, γιατί, άμα του δώσω μία και τον σπάσω, είναι, λέει 7 χρόνια γρουσουζιά. Θυμήθηκα και την ατάκα που μου πέταξε σε ανύποπτο χρόνο το ιωαννάκι το σαββατόβραδο («χρυσανθάκι, θα γίνεις μια μανούλα…») και έλιωσα κάμποσο και μ’ έπιασε κι εμένα αυτό που πιάνει όλους τους κλινικά μόνους ανθρώπους όταν έρχεται η Άνοιξη.
Πώς ν’ αποδείξω τώρα ότι τα κίτρινα χρυσάνθεμα του Βαν Γκόνγκ δεν έχουν το χρώμα τ’ Απρίλη? Ανάποδα το ‘πα. Δεν πειράζει. Τώρα θα γράψω την ημερομηνία στην πρώτη σελίδα, θα τελειώσω τον καφέ μου και θα την πέσω για καμιά ώρα, γιατί το μυαλό μου πηδάει ασυγκράτητα σαν τις μελισσούλες που αυτόν τον καιρό οργιάζουν. Με την μόνη διαφορά ότι υστερώ τόσο δα σε παραγωγικότητα…Ωραία δεν το έθεσα? Μπράβο μου…
Τον καθηγητή μου το πρωί δε θα τον νοιάζει ιδιαίτερα ούτε η Άνοιξη ούτε οι μελισσούλες ούτε το μπαλκόνι στη θάλασσα αλλά κυρίως ούτε τα χρυσάνθεμά μου. Σάμπως εμένα με νοιάζουν τα γρανάζια του?
Τι κρίμα να μη με ψάχνεις.
Τι κρίμα που δε με βρίσκεις. Καλύτερα όμως.
Καλά, μη βαράς, φεύγω.