Φοβάμαι να σβήσω το φως. Ένα σωρό σκέψεις, φράσεις, στίχοι… κάθε φορά που θέλω να ‘μαι εγώ. Με βασανίζουν ρολόγια που χτυπάνε μανιασμένα τους δείκτες τους κρυμμένα μέσα σε συρτάρια πίσω από κλειστές πόρτες. Το μολύβι μου ‘χει γίνει συνήθεια καθιστώντας δυσοίωνες τις πιθανότητες της μπρούντζινης πέννας- δε γράφεις με πέννα στο κρεβάτι. Sand is overrated. Τελείωσα το πρώτο θέμα, αλλά η ιδέα δεν πήγε και τόσο μακριά. Έσκισα, βέβαια, αρκετά φύλλα. Η νύχτα κολλάει πάνω μου ωχρή και υγρή, σαν κάτι που, κανονικά, θα ‘ριχνα στο πλυντήριο, αντ’ αυτού με ρίχνει εκείνο, κανονικότατα, στο πηγάδι. Αν δέσω ένα γιγαντιαίο ένσφαιρο τριβέα στο λαιμό μου, θα πιάσω κατ’ ευθείαν πάτο. Στους πόσους καφέδες καίγεσαι, Llorona? Τ’ έχεις, μηλιά μ’, και θλίβεσαι; Τα γραπτά αργούν να έρθουν, έχουμε κάψει φλάντζα, ζωγραφίζω μάτια προ πάντων, με γραμμές, ύστερα τσίνορα και τόξα από πάνω, ο Μπράντο της λέει ότι, για να βρει την αγάπη, πρέπει να αγγίξει το θάνατο, εκείνη με πιπινίστικη αφέλεια υπονοεί με πλήρη σαφήνεια ότι την έχει βρει στο πρόσωπό του, με την ίδια αφέλεια φαντάζεται στην τελευταία σκηνή ότι η σφαίρα της θα τον σκοτώσει οριστικά, όταν τελειώσει η ταινία θα τελειώσει και η αφέλεια, αυτό δεν το λέει στο φιλμ, το καταλαβαίνεις από μόνος σου, ροκανίζω μοίρα, φοβάμαι το φακό γυμνή, ξεχνάω στον πανικό τη διαφραγματική μου αναπνοή και πεθαίνω από ασφυξία, μην ξεχνάς, δέκα πόντους κάτω απ’ τον αφαλό, η φωνή θρυμματίζεται στο μαλακό ουρανίσκο, τσάο μπέλλα ραγκάτσα, Τσαϊκόφσκι στο Μέγαρο, κάγκελα, παντού, σκουριασμένα, κλείνω με το ένα χέρι τα μάτια και αφήνω την παλάμη του άλλου ανοιγμένη στο στέρνο, μην και με πνίξει η υποψία κάποιου γιακά, τα όνειρα του θείου φυλάγουν τον ύπνο του, η γενικη σχετικότητα ένα πείραμα ύπνου, το φως, πόσο αντέχεις γυμνός μπροστά στους ανθρώπους, να τους πλησιάζεις γυμνός με χέρια ανοιχτά; Καλά, άσ’ το αυτό, στα δικά σου μάτια μπροστά γυμνός αντέχεις να στέκεσαι ;
Θα τα στείλω χειρόγραφα κι ας κάνει ό, τι καταλαβαίνει.
Και δεν κινάς, δεν κινάς, δεν ξεκινάς.