<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Σάββατο, Ιουνίου 30, 2007

"oh i'm scared of the middle place between light and nowhere."

Τρίτη, Ιουνίου 26, 2007

"la mer, la mer, toujours recommencée"

Γυροφέρνω το σκαμπώ διστακτικά. Είμαστε ως ζεύγος ασφυκτικά αλληλοπεριορισμένοι. Εθελουσίως, από το σκηνικό της δραματικότητας που ενδύεται η τρέχουσα ατμοσφαιρική πίστα. Κοιτάζω τα πρόσωπα αναποφάσιστα˙ δεν μπορώ να καταλήξω αν όλοι με κοιτούν επίμονα ή αν σύσσωμοι δε δίνουν δεκάρα για το σκαμπώ μου κι εμένα. Ένα τραγούδι μου λέει να το εγκαταλείψω –το σκαμπώ- δίνοντάς του, επί πλέον, τα παπούτσια μου στο χέρι και το αμέσως επόμενο είναι μια σαφέστατα ιλιγγιώδης προτροπή για σύσφιξη των σχέσεων με το ταλαίπωρο κάθισμα-ύψωμα και ό, τι άλλο βρω να γραπωθώ, άψυχο ή μη. Με απωθούν τα ποτά με φρούτα˙ τα βρίσκω αξιολύπητα. Τα βέλη φεύγουν από παντού, άλλα αποφασισμένα να αποκτήσουν προορισμό, έστω και στην πορεία, άλλα μόνο για να παίξουν με το ρυθμό. Αισθάνομαι την ανάγκη να σκύψω μη με πάρουν τα σκάγια, μα λογαριάζω ότι μια τέτοια κίνηση μπορεί να δώσει την εντύπωση της προσχώρησης στο ρυθμό και κάτι τέτοιο είναι μια πολύ σπουδαία απόφαση, που όμως δεν έχω πάρει. Χαϊδεύω την πιο πρόσφατη νεύρωσή μου, των οδοντικών συμφώνων˙ δεν έχω ακόμη καταλάβει τι είναι εκείνο που με ιντριγκάρει τόσο στην ιδέα της γλώσσας που αγγίζει ελαφρά τα δόντια. Ο τυπάκος με το βαθυμπλέ, ζωγραφισμένο t-shirt δε με κοιτάζει καθόλου, πώς ξέρεις χωρίς ίχνος αμφιβολίας ότι το βλέμμα κάποιου δε σε ακουμπάει καθόλου, έτσι, τροχιές ματιών ασύμβατες, άνθρωποι ασύμβατοι, γράφουν τον κανόνα, οι εξαιρέσεις γιορτάζουν χρυσές επετείους, αλλά αυτοί δεν πίνουν τζιν με τόνικ. "...ποιος θα την εξαντλήσει;"

Σάββατο, Ιουνίου 09, 2007

" και δεν κινάς..."


Φοβάμαι να σβήσω το φως. Ένα σωρό σκέψεις, φράσεις, στίχοι… κάθε φορά που θέλω να ‘μαι εγώ. Με βασανίζουν ρολόγια που χτυπάνε μανιασμένα τους δείκτες τους κρυμμένα μέσα σε συρτάρια πίσω από κλειστές πόρτες. Το μολύβι μου ‘χει γίνει συνήθεια καθιστώντας δυσοίωνες τις πιθανότητες της μπρούντζινης πέννας- δε γράφεις με πέννα στο κρεβάτι. Sand is overrated. Τελείωσα το πρώτο θέμα, αλλά η ιδέα δεν πήγε και τόσο μακριά. Έσκισα, βέβαια, αρκετά φύλλα. Η νύχτα κολλάει πάνω μου ωχρή και υγρή, σαν κάτι που, κανονικά, θα ‘ριχνα στο πλυντήριο, αντ’ αυτού με ρίχνει εκείνο, κανονικότατα, στο πηγάδι. Αν δέσω ένα γιγαντιαίο ένσφαιρο τριβέα στο λαιμό μου, θα πιάσω κατ’ ευθείαν πάτο. Στους πόσους καφέδες καίγεσαι, Llorona? Τ’ έχεις, μηλιά μ’, και θλίβεσαι; Τα γραπτά αργούν να έρθουν, έχουμε κάψει φλάντζα, ζωγραφίζω μάτια προ πάντων, με γραμμές, ύστερα τσίνορα και τόξα από πάνω, ο Μπράντο της λέει ότι, για να βρει την αγάπη, πρέπει να αγγίξει το θάνατο, εκείνη με πιπινίστικη αφέλεια υπονοεί με πλήρη σαφήνεια ότι την έχει βρει στο πρόσωπό του, με την ίδια αφέλεια φαντάζεται στην τελευταία σκηνή ότι η σφαίρα της θα τον σκοτώσει οριστικά, όταν τελειώσει η ταινία θα τελειώσει και η αφέλεια, αυτό δεν το λέει στο φιλμ, το καταλαβαίνεις από μόνος σου, ροκανίζω μοίρα, φοβάμαι το φακό γυμνή, ξεχνάω στον πανικό τη διαφραγματική μου αναπνοή και πεθαίνω από ασφυξία, μην ξεχνάς, δέκα πόντους κάτω απ’ τον αφαλό, η φωνή θρυμματίζεται στο μαλακό ουρανίσκο, τσάο μπέλλα ραγκάτσα, Τσαϊκόφσκι στο Μέγαρο, κάγκελα, παντού, σκουριασμένα, κλείνω με το ένα χέρι τα μάτια και αφήνω την παλάμη του άλλου ανοιγμένη στο στέρνο, μην και με πνίξει η υποψία κάποιου γιακά, τα όνειρα του θείου φυλάγουν τον ύπνο του, η γενικη σχετικότητα ένα πείραμα ύπνου, το φως, πόσο αντέχεις γυμνός μπροστά στους ανθρώπους, να τους πλησιάζεις γυμνός με χέρια ανοιχτά; Καλά, άσ’ το αυτό, στα δικά σου μάτια μπροστά γυμνός αντέχεις να στέκεσαι ;
Θα τα στείλω χειρόγραφα κι ας κάνει ό, τι καταλαβαίνει.
Και δεν κινάς, δεν κινάς, δεν ξεκινάς.

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

"i searched for drugs but there weren't none"

i'll sleep all day sunday