"Και λοιπά και λοιπά..."
Όπως και να 'χει, αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση που έσμιξε μέσα μου ο σκύλος των άστρων με την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι.
“Πρέπει να διαλέξω τι απεχθάνομαι – ή το όνειρο, που η ευφυΐα μου μισεί, ή τη δράση, που η ευαισθησία μου αποστρέφεται. Ή τη δράση για την οποία δε γεννήθηκα, ή το όνειρο για το οποίο κανείς δε γεννήθηκε.” F. P.
Ἄδεια καρδιά. Ὅλα μου εἶναι ἀδιάφορα τώρα. Δὲν περιμένω τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ θάνατο· καλῶς νὰ ὁρίσει. Γράφω μὲ πολλὴ ψυχραιμία· δὲν ἔχω τὴν ὄρεξη νὰ ξυπνήσω μέσα μου τρυφερότητες. Τὸ μόνο πράγμα ποὺ μ’ ἐμποδίζει νὰ πιστέψω πὼς εἶμαι τρελός, εἶναι αὐτὴ ἡ διαύγεια τοῦ μυαλοῦ ποὺ δὲν παύει νὰ μὲ παρακολουθεῖ, ἀδυσώπητα.
Ἡ θλιβερὴ αὐτὴ ἱστορία ἦταν ἴσως μοιραία. Μὲ στέρησε ἀπὸ κάθε τί ποὺ θὰ μ’ ἔκανε ν’ ἀγαπήσω τὴ ζωή, ἀπὸ κάθε βοήθεια ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ ἀντλήσω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου· εἶχα ἀρχίσει νὰ τὸν περιφρονῶ πολὺ νέος.
Ἀγαποῦσα τὰ γράμματα, τὴν τέχνη· μὲ ἔπεισαν πὼς ἂν μὲ ἀπασχολοῦσαν ὁλωσδιόλου, θὰ ἦταν ἡ καταστροφή μου. Αὐτὴ τὴν ἀπαγόρευση τὴν ἐσυμβόλιζα, τὸν πρῶτο χρόνο τῶν σπουδῶν μου στὸ Παρίσι, μ’ ἕνα πιστόλι γεμάτο, ποὺ ἔβλεπα νὰ μὲ σημαδεύει ἀπὸ τὸ μάρμαρο τοῦ τζακιοῦ, κάθε φορᾶ ποὺ ξένες σκέψεις μ’ ἔκαναν νὰ σηκώσω τὰ μάτια ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν νομικῶν ποὺ μελετοῦσα. Ὅση δουλειὰ ἔκανα γιὰ τὰ γράμματα ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μίας ἐξουθενωμένης θέλησης. Τώρα καταλαβαίνω πόσο μοὺ στοίχισε αὐτὴ ἡ πάλη μὲ τὴ θέλησή μου. Μία πάλη ποὺ ἔπρεπε νὰ καταστρέψει τὰ πιὸ ζωντανὰ ἔνστικτά μου. Δὲν ἤξερα τότε πὼς δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ θελήσει ὅ, τί τοῦ καπνίσει νὰ θελήσει. Ἔτσι, καταστρώθηκε ἕνα πρόγραμμα ἐργασίας καὶ ζωῆς ἀφηρημένο, παράλογο, ἔξω ἀπὸ κάθε δική μου πραγματικότητα. Νόμιζα πὼς ἦταν ἕνα ἁπλὸ ζήτημα πειθαρχίας, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ καταστρέψω ὡς τὴν τελευταία κλωστὴ ἀλήθειας ποὺ εἶχα μέσα μου, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ξορκίσω τὴν ψυχή μου.
Τὸ μόνο ποὺ κατάφερα εἶναι νὰ γίνω παράλυτος. Τώρα ξέρω πὼς τίποτα δὲν ἐνδιαφέρει στὸ δρόμο ποὺ μπῆκα μὲ τόσο κόπο· ξέρω πώς, πραγματικά, σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο, ὁποιαδήποτε πράξη, ὅσο ἐπιτυχὴς κι ἂν εἶναι, δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ἀληθινό μου χρέος.
Νὰ τὰ ξαναρχίσω ὅλα δὲν εἶναι πιὰ καιρός. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ρωτιέμαι γιὰ ποιὸ λόγο δὲν παραμέρισα τὶς δυσκολίες, ὅποιες κι ἂν ἦταν, γιατί δὲν ἄρχισα ὅπως ἔπρεπε ν’ ἀρχίσω, βρίσκω (ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπουσία ὁποιασδήποτε ἐνθάρρυνσης, τὴ μηδαμινὴ διορατικότητα ἑνὸς νέου καὶ τὶς ὑλικὲς καταστροφὲς) τοῦτο κυρίως: μίαν ὑπερβολικὴ ὑπερηφάνεια καὶ μίαν ἀνυπομονησία νὰ φτάσω στὸ τέλειο, πού μου ὑπονόμευαν κάθε αὐτοπεποίθηση.