"Έπρεπε να 'ρχόσουνα. Έστω με βροχή."
Η πόλη κίτρινη και πυρώνει, πάει να πάρει το χρώμα που μου 'πε πως έχω, ζεστό πορτοκαλί, τρεις και μισή χαράματα, κάθε φορά η φυγή πιο παρατεταμένη, θρήνος σκιαγραφημένος εκ προοιμίου, άλγος του νόστου πριν τη φυγή και ακρωτηριασμός της ξενιτιάς προτού την έλευση. “Πού είσαι, πες μου.”, “Εδώ, μακριά σου.” . Και τέτοια. Με κάθε πόδι σε διαφορετική βάρκα και χαιρόμαστε αποπροσανατολισμό και ανισορροπία. Η Μάρθα λέει δεν έχει αισθανθεί ποτέ απελπισμένη, η Τάνια για παρανάλωμα. Πρέπει να προασπίσεις τον εαυτό σου, τη μικρή προσωπική σου καταστροφή, σου λέει, το καταλαβαίνω αυτό, μηχανισμός αυτοσυντήρησης είναι. Και δειλία, μην παραδεχτείς το χείμαρρο που πρέπει να πηγάσει. Το καταλαβαίνω, όσο μεγαλώνεις μιλάς πιο λίγο, μιλάω πιο λίγο, κι ας ρέπω προς ολοκληρωτική έκθεση σε αγνώστους, ας είναι αυτό που ζητάει η ψυχή μου. Πρέπει να αμυνθείς. Κάποτε. Κάπως. Κρίμα. Τα λες κάπως κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Κι αν το “όποιος” δεν αρκεί ασκείσαι να μάθεις να τα λες αλλιώς, ώστε να αρκεί το “όποιος”. Γαμώ τα παιχνίδια. Κατά τα άλλα δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Τρέχω να μάθω, ο Ρακόπουλος βροχή, ακριβά αρώματα σε έκπτωση. Κι ούτε καν βρέχει.