Ιδανικά στις δύο τη νύχτα σε καλώ στο τηλέφωνο για να εκτονώσω τον πανικό μου. Εσύ με αποσυμπιέζεις και χαμογελάς μακρόθυμα, γιατί μόνο εσύ μπορείς, έπειτα σκέφτομαι πως θα έρθεις να με σώσεις κι η φαντασίωση κάπου εκεί διακόπτεται, καθώς υπαγορεύει αυτή η νεοφερμένη συνήθεια που ευνουχίζει κάθε συλλογισμό που προμηνύεται επώδυνος, όπως η ζωή που λήγει άδοξα ή η σωτηρία που δεν ξέρουμε εις τί συνίσταται κι έτσι αποσιωπούμε το αίτημά της, γιατί είμαστε μεγάλα παιδιά –που χρειάζονται πολλά δάχτυλα- κι έχουμε μάθει να προσέχουμε τί ευχόμαστε. Νέα σου δεν έχω. Κατόπιν ανοίγω ένα μπουκάλι κρασί.
Το μυαλό πιέζεται να φτιάξει ένα σχήμα. Μια γραμμή ξεκινάει να γράψει με κόπο. Δεν μπορεί να κλείσει. Δε διακρίνεται κάποια συστηματικότητα. Καμία σκοπιμότητα. Μια τυχαία, ανοιχτή γραμμή, σα μια γραμμή χωρίς καμία φιλοδοξία.
Γλαροπούλια στο roof garden του Θεαγενείου κι αυτό το ανεμπόδιστο γαλάζιο χλευάζει τις ζαρωμένες υπάρξεις που παλεύουν να συγκρατήσουν τη ζωή με τα νύχια τους παροπλισμένες κάτω από τις στραβοφορεμένες περούκες. Λείψανα του πρότερου βίου. Ερωτήματα ορισμού για το ανθρώπινο και το απάνθρωπο. Το θυμικό στέκεται σε απορία. Η διάνοια παρεμβαίνει στις αισθητηριακές εκκρίσεις ή το αντίστροφο.
Γλιστράω στις στιλπνές σελίδες του Λάγιου. Κάπου προτάσσει εκείνο το στίχο του Valery που μου είχε κολλήσει. Σκέφτομαι, αν έγραφε κανείς σε τέτοιο χαρτί, το μελάνι δε θα στέγνωνε ποτέ. Υπέροχο χαρτί.