«Μπα, κοριτσάκι μου, έβαψες βλέπω και το ματάκι, έτοιμη για βολτίτσα είσαι», σα να την ακούω να το λέει. Το ως για να δηλώσουμε ομοιότητα, το σαν στις παρομοιώσεις, σαν. Κολυμπάω μέσα σε κάποια αμήχανη σχηματοποίηση πένθους πάνω σε μαύρες μπογιές που ξεβάφουν βίαια στο πρόσωπο, σα σκηνή με την απελπισία της Γώγου μέσα στον καθρέφτη της Παραγγελιάς. Του είπα πως έχω ανάγκη για τη ζέστη ενός σώματος που θα διευκρινίσει το true or false στο ερώτημα περί ζωής. Νομίζω δεν κατάλαβε. Ψάχνω μαύρα στις κρεμάστρες, οι μεγάλες τιμές της ευαισθησίας δείχνουν πολύ στο μαύρο, τα μαύρα είναι, λέει η Αθηνά, εθιστικά, όχι, αυτό δεν είναι σεξουαλικό υπονοούμενο, κάποτε το νόμιζα πιο εύκολο να διαλέξεις τί να φορέσεις, αν όλα έχουν το ίδιο χρώμα, σκέψεις για τις κοινωνικές διαστάσεις του πένθους -ποιου πένθους; - κάποτε οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν υπάρχουν –δεν υπάρχουν; - κοιμάμαι ατελείωτες ώρες, άρνηση, βλέπω στον ύπνο τη μάνα να μου ζητάει πάλι να μοιρολογήσω, μια παραγγελιά, κι εγώ πάλι άχνα, κάτι λυγμοί, καταπίνω, όχι δεν είμαι λυπημένη, στέγνωσα και δεν έχω ακόμα κατανοήσει ότι οι άνθρωποι κάποτε παύουν να υπάρχουν, μια μουσική άξια των συγκινήσεών μας δεν ακούσαμε, εντελώς ησυχία, δεν καταλαβαίνω, δεν έχω γνωστική πρόσβαση σε αυτό το μηχανισμό.