“Πρέπει να διαλέξω τι απεχθάνομαι – ή το όνειρο, που η ευφυΐα μου μισεί, ή τη δράση, που η ευαισθησία μου αποστρέφεται. Ή τη δράση για την οποία δε γεννήθηκα, ή το όνειρο για το οποίο κανείς δε γεννήθηκε.”
F. P.
Αυτό ξέρει να κάνει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο αυτή η πόλη. Να βρέχει. Κοιμάμαι με τα χέρια κλειστά, τους αγκώνες διπλωμένους, κοντά στο σώμα. Έτσι ποτέ δεν ξεκουράζομαι, τα χέρια πάντα αγκυλωμένα, δεν ξέρω αν το ‘χε παρατηρήσει. Αυτή η τρομοκρατία του ήχου των βρεγμένων δρόμων με κόβει εγκάρσια. Όχι, δε θέλω να μείνω εδώ. Κρεμάω το ταμπελάκι του «μην εγγίζετε». Εγκαταλείπω. Αυτό ξέρω να κάνω καλύτερα.
Η Αθήνα ανήμερα τις εκλογές φορέας υπόνοιας θρασύτητας της ελεύθερης έκφρασης. Το γιατί απροσδιόριστο. Τα προάστια τις Κυριακές αλληλοπλησιάζονται. Η γύρη χορεύει και τολμάμε να κοιτάμε τον ήλιο κατάματα. Εθιμοτυπικά ηλίθιοι. Γιορτή της μνήμης του τότε που πιστεύαμε στη δικαιοσύνη. Κάποιοι ελαφρώς πιο ερεθισμένοι από την ιδέα της εξουσίας τους πάνω της, αμφίρροπες υπαρξιακές μοναξιές, μια μαύρη ράβδος που στραγγαλίζει το αίμα καταγγέλλει ελλειματική φιλοδοξία. Η ησυχία τραυματίζει το σώμα. Κάτι αιχμηρό παραμονεύει.