Έχασα το δαχτυλίδι μου και εκείνη τη φωτογραφία από κείνο το νησί κι έσπασα και το σταχτοδοχείο το κρυστάλλινο της γιαγιάς και λέκιασα και το καλό τραπεζομάντηλο με καφέ.
Πάει…
ο μπούσουλας στρέφει..?
Οι διαστάσεις των σπιτιών και το μέγεθος των λεγομένων από ανθρώπους μικρούς στην τηλεόραση μας οδήγησαν να λησμονήσουμε ότι το σύστημα της ζήσης μας είναι κλειστό.
Κι αυτά δεν είναι κομουνιστικοφανή επιχειρήματα, απλές νηφάλιες σκεψούλες, φαλιρισμένες απόπειρες για λύσεις απελπισίας, αγώνας για χαλινάρι στο μπούσουλα που στρέφει ανεξέλεγκτα.
Κάτιτις έχουμε πάθει όλοι. Μα όλοι. Δε βγάζω απ’ έξω ούτε μισόν άνθρωπο. Σύγχυση επίμονη και διόλου πρωτοφανής. Παρουσιαζόμαστε ενώπιόν μας πολύ μικροί και πολύ μεγάλοι ταυτόχρονα. Τρομακτικά συμπτώματα. Έχουμε σαστίσει από την πολλή βολή μας. Πολύ μικροί για να αναστρέψουμε την πορεία του κόσμου, πολύ μεγάλοι για περνάμε απαρατήρητοι, βαριεστημένα και αλαζονικά ζώα. Σα να επρόκειτο η σκουληκότρυπα που θα μας οδηγούσε στην άλλη άκρη του σύμπαντος να ξεκινήσει αμέσως μετά τις κυλιόμενες σκάλες στο σταθμό του μετρό.
Κατά τα άλλα, προτού πατήσουμε το γκάζι κατά βούληση, κάνουμε δήλωση ανάληψης ευθύνης, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους και νομίζουμε πως έξω από την αυλή μας το σύστημα μένει ανεπηρέαστο.
Ξεχάσαμε τις αυθόρμητες αλληλεπιδράσεις.
Διαισθητικά προκύπτει μια ανάγκη για κουβέντες από παράπονο. Ή για σιωπή από παράπονο. Σαν κούραση από μια βαριά αποσκευή που εκ των πραγμάτων δε δύνεσαι να σηκώσεις.
Άλλα είχα να πω, μα οι αιτιοκρατικές μου καταβολές διαμαρτύρονται εντόνως…
Θέλω να ζητήσω συγγνώμη,
μια κατάφωρη ανάγκη, ανικανοποίητη
ζητάει να βγει στην επιφάνεια να ζητήσει συγχώρεση
κι όλο τα νύχια της γλιστράν εκκωφαντικά στα τοιχώματα του δοχείου.
Μια λαχτάρα για καθαρά λογάκια γυμνά αρθρωμένα ανεπιτήδευτα.
Μια λαχτάρα για εκείνο το καθαρό άγγιγμα στους ώμους.
Είναι τόσα πολλά -μες στο αέρα που ρουφάω λαίμαργα-
για τα οποία θα ‘πρεπε να απολογηθώ.
Τόσα θέλω, ένοχα εξ’ ορισμού,
ντυμένα την επίφαση της σύγχρονης χειραφέτησης,
με δένουν στον κάβο τους.
Η μία εκδοχή είναι πως η κατάρρευση λαμβάνει χώρα από τα εσωτερικά τοιχώματα και προς την περιφέρεια.
Για την άλλη θα σου πω άλλη φορά.
Τώρα πρέπει να βρω τρόπο να σκαρώνω τις προσευχές μου.
«…ό,τι μισούσα και το κράτησα…»
Είσαι ένας αντιφατικός άνθρωπος, όπως αλλοπρόσαλλος είναι και ο κόσμος που σε περιβάλλει. Κάνεις άλλα από εκείνα που θες.
Τη μια αφήνεις στο δρόμο αιμόφυρτα τα θύματά σου και αμέσως μετά μαζεύεις απ’ τον ίδιο δρόμο τη γιαγιούλα με το μπαστούνι που σέρνεται σα σαλιγκάρι. Άλλοτε χαϊδεύεις στη Θεμιστοκλέους τον αδέσποτο φίλο σου στο κεφάλι κι άλλοτε μπήγεις στο δέρμα του επιστήθιου συνανθρώπου σου καρφιά διαφόρων μεγεθών πίσω από το πρόσχημα ότι προσπαθείς να τον αγγίξεις.
Φεύγεις από ‘κει που θες να πας χωρίς καληνύχτα.
Σήματα μορς
Νύχτα παράξενη και νύχτα μαγεμένη
απόψε μ’ άρπαξε και κάπου με πηγαίνει
Παίζουν στο Ζάππειο πολύχρωμες οι μπάντες
ακορντεόν, βιολιά και κόκκινες τιράντες…
Ο γέρος μου ψηλός, η μάνα μου κοπέλα
κρατώ στο χέρι ένα μήλο καραμέλα
…χειροκροτήματα, εξέδρες στολισμένες,
πυροτεχνήματα, κοπέλες ανθισμένες..
Πέφτει το βράδυ, στ’ άδεια οικόπεδα σκορπάνε οι συμμορίες:
Μπραχάμι, χρώμα μελανί, ασπρόμαυρες σκληρές φωτογραφίες
Σε βλέπω τώρα καθαρά πίσω στο ’68,
σ’ εκείνα τα μπιλιάρδα στην πλατεία
μπροστά στο ηλεκτρόφωνο
όλο τ’ απόγευμα ν’ ακούς τ’ αγαπημένο σου τραγούδι.
Έξω στο δρόμο πέρναγε αργά η λιτανεία
Στη γκρι πλατεία έβρεχε. Αγίου Δημητρίου ανήμερα.
Κι ο Έρικ Μπάρτον σ’ έπαιρνε στο σπίτι του ανατέλλοντος ηλίου,
σ’ ένα ταξίδι φωτεινό, μακριά απ’ όλα αυτά
-σπασμένες πόρτες και μισά συνθήματα στους τοίχους-
όλα αρχίσανε νωρίς και τέλειωσαν αργά και δύσκολα.
1973: ξημέρωμα φρικτό σαν πιστολιά
Ανοίγω αργά τα μάτια απ’ τη λιποθυμία
πέρασαν γρήγορα τα χρόνια
κύλησ’ ο καιρός αργά.
Κι αν τώρα σ’ άδειο τσίρκο ακροβατώ ξανά
σφραγίζοντας με νόημα το στόμα
είναι γιατί βαθειά βαθειά παραφυλάει
η δύσκολη εφηβεία των 29.
___________
1987,Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας,"όταν σου λέω πορτοκάλι, να βγαίνεις"
«…ροκανίζω μοίρα..»
Η ζωή είναι πάνω κάτω μία συνάντηση με τους φίλους μας τους Χάονες, μια κηδεία με μανιάτικα μοιρολόγια το επόμενο πρωί και ένα μεθύσι. Σε ένα σαββατοκύριακο.
Μάτια που γνήσια χαμογελούν λάμποντας, φωνές που κλαίν χωρίς περισπασμούς και ροή ερυθρού οίνου…
Ερυθρογράφος.