Κι όπως γυρεύεις να βρεις λίγο λευκό να πιαστείς…
Το ξημέρωμα σηκώνομαι με δυσκολία προτού ξημερώσει. Δυσανασχετώ. Το πρωί κανείς στους δρόμους δεν έχει όρεξη να σε δει στα μάτια. Η ερημιά των ανθρώπων με ζωγραφίζει με μαύρο. Τις τελευταίες μέρες πέρασα πάρα πολλές ώρες τελείως μόνη και πάρα πολύ σιωπηλή. Προσπαθώντας να αποφασίσω αν ήταν επειδή δεν είχα άλλη επιλογή ή αν το είχα επιλέξει. Η σιωπή σου ανάμεσα σε ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν και σε προσπερνάνε ζωντανοί χωρίς να σταθούν σε στέλνει στο διάολο. Την πρώτη φορά. Μετά συνηθίζεις.
Η καθηγήτρια της μεταφοράς έχει τη φωνή και τη γλύκα της Αρλέτας. Εννιά το πρωί καμιά πενηνταριά μαντράχαλοι και πεντ’ έξι χοντροκομμένα κοριτσάκια με γυαλιά γίνονται παιδιά της.
Ο ήλιος σε κάνει να αισθάνεσαι τύψεις που δε χαμογελάς και αυθυποβάλλεσαι.
Οι ξένοι θαρρείς θα σου χαρίσουν χρυσάνθεμα.
Γυρνάς σπίτι όλο προσδοκία και ευγνωμοσύνη.
Κι όμως, ώσπου να πέσει ο ήλιος, κάτι έχει νυχτώσει βαθιά…
Ώσπου να βγει το φεγγάρι, ο κατακίτρινος δίσκος σ’ έχει προδώσει.