<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 18, 2005

Κι όπως γυρεύεις να βρεις λίγο λευκό να πιαστείς…

Το ξημέρωμα σηκώνομαι με δυσκολία προτού ξημερώσει. Δυσανασχετώ. Το πρωί κανείς στους δρόμους δεν έχει όρεξη να σε δει στα μάτια. Η ερημιά των ανθρώπων με ζωγραφίζει με μαύρο. Τις τελευταίες μέρες πέρασα πάρα πολλές ώρες τελείως μόνη και πάρα πολύ σιωπηλή. Προσπαθώντας να αποφασίσω αν ήταν επειδή δεν είχα άλλη επιλογή ή αν το είχα επιλέξει. Η σιωπή σου ανάμεσα σε ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν και σε προσπερνάνε ζωντανοί χωρίς να σταθούν σε στέλνει στο διάολο. Την πρώτη φορά. Μετά συνηθίζεις.
Η καθηγήτρια της μεταφοράς έχει τη φωνή και τη γλύκα της Αρλέτας. Εννιά το πρωί καμιά πενηνταριά μαντράχαλοι και πεντ’ έξι χοντροκομμένα κοριτσάκια με γυαλιά γίνονται παιδιά της.
Ο ήλιος σε κάνει να αισθάνεσαι τύψεις που δε χαμογελάς και αυθυποβάλλεσαι.
Οι ξένοι θαρρείς θα σου χαρίσουν χρυσάνθεμα.
Γυρνάς σπίτι όλο προσδοκία και ευγνωμοσύνη.
Κι όμως, ώσπου να πέσει ο ήλιος, κάτι έχει νυχτώσει βαθιά…
Ώσπου να βγει το φεγγάρι, ο κατακίτρινος δίσκος σ’ έχει προδώσει.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 09, 2005

"...τί έγινε εκείνο το τρένο.."

Όταν η ζωή μου γύρισε τούμπα, έπαψα να βαστάω τα χαρτιά που έγραφα.
Έχασα εκείνες τις άυπνες νύχτες που άντεχα να μένω μόνη μου μ’ εμένα και ν’ αναμετριέμαι στο μπόι με τον εαυτό μου.
Έχασα τη θέα του ίσκιου μου πάνω στους τοίχους της κρεβατοκάμαρας.
Έσβησα τα φώτα. Εκβίασα τα βλέφαρα ν’ ασφαλίσουν τα μάτια.
Δεν ξέρω τι κάνει την απόφαση μέσα στον άνθρωπο σταθερή, ποια δύναμη θρέφει γερές τις ρίζες της απόφασης στα σωθικά του.
Όμως η απόσταση από την αλήθεια που ξαφνικά σε χτυπάει ως την απόφαση κι ο δρόμος από κει ως την πραγμάτωσή της είναι μεγέθη απάνθρωπα σε βαθμό απρόσμενο. Κι ας μην τα πιάνει το μάτι σου.
Τα παιχνιδάκια του εγώ με την ίδια του την ελεύθερη βούληση είναι πρόστυχα και άνισα, ειδικά για ένα εγώ που ξέμαθε τα στοιχήματα και τις σκέψεις για να καταφέρνει να κοιμάται (…και αντίστροφα…).
Αλλά δεν είναι ώρα για παράπονα.
Δε σφετεριζόμαστε το ρόλο του θύματος εδώ.
Όπως έλεγε κι εκείνη η νηφάλια και εύγλωττη διατύπωση που διάβασα, αυτό εδώ είναι απλά ακόμη «ένα απαισιόδοξο γράμμα, που βαριέται να βάλει τα κλάματα δημόσια»...

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 02, 2005

Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε;-Γ. Αγγελάκας

ΑΙΘΕΡΙΑ ΛΑΣΠΗ


Τώρα ταξιδεύεις χωρίς φόβο

Δικαιωμένη ως τις άκρες των νυχιών σου
Περιφέροντας την αιθέρια λάσπη σου
Το άρωμα τοων ζαχαρωμένων σπονδύλων σου
Και τη φωταγωγία της γλώσσας σου
Στο χωρίς τέλος ξεκίνημα
Όλων των πιθανοτήτων
Σε ζηλεύω
Σε λυπάμαι
Σε αγνοώ
Σκύβεις πάνω από το λεκέ της ανυπαρξίας σου
Θρηνώντας που δεν είσαι περισσότερο νεκρή.



"Κάνει κρύο. Οι γκρίζες μέρες.
Κι όμως τον περίμενα αυτόν τον καιρό.
Φτάνει πόσο αδυνάτισε η θέλησή μου
τώρα που τη χρειάζομαι."
Γ.Σ.,Μέρες Α'

Η νύχτα στο πατάκι της εξώπορτας αποκοιμήθηκε κι εγώ, που έλεγα πως είχε βρει απλώς ευκαιρία να θρονιαστεί εδώ δα αναιδώς απουσία του πιστού μου φίλου και φύλακα του περιούσιου βίου, δεν κούνησα ούτε στιγμή από τις ρίζες μου, μπροστά σ’ εκείνο το λευκό γραφείο με τα ανακατεμένα χαρτιά. Και ο χειμώνας και τα κρύα και τα χοντρά πουλόβερ κάτω από τα κασμιρένια παλτά στα καφέ των Εξαρχείων, κι αυτά ξεχάστηκαν, κανείς δεν τα ξεκούνησε να λάβουν θέση πειθαρχώντας στη δεοντολογία του σκηνικού. Τα σινεμά δε γέμισαν, μιας και το κρύο δεν ήταν στην ώρα του, οι ομπρέλες, που άλλοτε σουλάτσαραν στους σταθμούς του μετρό, πήραν απουσία, οι βόλτες που βγάλαμε τα μάτια μας στο Φάληρο για αναψυχή στα γκρίζα νερά μονάχα μπικίνι που δε φόρεσαν από την υπερβολική δόση ηλιοφάνειας.