Η άμμος είναι υγρή όπως ο αέρας. Τα παιχνίδια της ατάκας με τους ξένους με περιχαρακώνουν, τελώντας εν είδη χαριστικής βολής, ότι, δηλαδή, άμα μας τελειώσει ασφυκτικά ο έξω αέρας, δε θα μας νοιάζει το χώμα που σωρεύεται μέσα τελεσίδικα. Θέλω να διεκδικήσω με τα νύχια και τα δόντια το δικαίωμα μου να σιωπώ όταν νιώθω τον οισοφάγο μου κλειδωμένο. Μου είναι εντελώς απαραίτητο. Κι ο άλλος απέναντι να καταλαβαίνει, να ανασαίνει αθόρυβα, να κατανοεί σιωπή.
Χαζεύω καρτ ποστάλ από την Πράγα. Είναι το μόνο που έχω από την Πράγα, έξω από ένα ξύλινο γουρούνι δώρο της Ι. κι ένα τραγούδι τραγουδισμένο από την Πασπαλά στα φτηνά τσιγάρα. Λέγαμε από παιδιά με τη Γ. πώς θέλαμε να πάμε. Αμέ, «τί χρώμα;» που έλεγε και ο Μ.. Ωραίος ο Μ.. Τον ήθελε η Γ.. Εγώ; Τίποτα. Την Πράγα κι ένα κασμιρένιο παλτό. Τότε. Τώρα δε μου φτάνουν αλλά ούτε τα έχω κιόλας. Τώρα έχω ένα μήνα να τηλεφωνήσω στη Γ. και είναι κιόλας λίγο σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα της απομάκρυνσής μας. Και δεν ξέρει τι με παιδεύει. Ούτε κι εγώ για κείνη φυσικά. Η ζωή που σκαρώναμε πιτσιρίκια μας σκοτώνει βίαια δια της παροντικής της απουσίας. Η φίλη μου η Θ. μας κάλεσε στις χαρές της τα Χριστούγεννα στο χωριό. Πέρασε η ώρα. Φεύγω απ’ το σπίτι δίχως να έχω κάπου να πάω, αυτός ο τόπος δεν έχει ούτε μια τόση δα γωνιά για μένα, η μοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου και στην Πράγα δε με περιμένει απολύτως τίποτα.