<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007

"Οh mon cher compagnon de silence..."

..., εκείνα που αγάπησα δεν μπορεί να μου τα πάρει κανείς. Επαναλαμβάνω διαρκώς αυτή τη φράση για να μη φοβάμαι τόσο.
Όμως ξέρω πως δεν είναι αλήθεια.

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2007

"..and your life is like a well..."

Παιδί μπέρδευα τις ελένες με τις μαρίες. Δεν είχαμε καμία τέτοια στο πολύ κόντινό περιβάλλον, έτσι, όταν βρισκόμουν στην ίδια παρέα με ελένη και μαρία αναπόφευκτα συγχέονταν στη συνείδησή μου, ουχί μόνον ονομαστικώς. Αργότερα μπήκαν στο παιχνίδι οι άννες και οι κατερίνες και τα ‘κανα ρόιδο. Το άστρο του πρωινού λέει ο Χρήστος είναι η μοναδική προσευχή που ξέρει. Δεν ξέρω αν νιώθω κατάλληλη να απομυζήσω την ησυχία αυτής της πόλης αυτό το μήνα. Προσδοκώ την ενηλικίωση του multiple choice. Καίω τη γλώσσα μου στον ελληνικό. Μετά από το φόβο μην καώ εκ νέου τον άφηνω να κρυώσει, έτσι δεν τον πίνω, έχει πια παγώσει. Κατάλαβες; Κατάλαβα. Μωρ’ τί κατάλαβες; Κατάλαβα…Ναι. Διαβάζω ένα αποτυχημένο μου όνειρο δια χειρός σάρτα εν είδη κιτρινισμένου βίπερ, εκδόσεις λιβάνη, γ’ έκδοση. Πάλι. Θυμάμαι συνειρμικά εκείνη την εικόνα με τα παιδάκια των φαναριών που σκουπίζουν δάκρυα αντί για παρμπρίζ, η σκληρότητα, ο κυνισμός, η απαξιωτική γραμμή στο στόμα -όχι από σνομπισμό, αλλά από μια αίσθηση κατασταλτικής εξάντλησης- προκύπτουν αυτεπάγγελτα, παραστάσεις στις οποίες το μέσα δυσκολεύεται να φέρει αντίσταση, το μέσα αποστεγνωμένο από στοργή, αύγουστος στην πεζογέφυρα έξω απ’τον ησάπ του πειραιά, τα πλοία φεύγουν για τα νησιά, μ’ ένα απ’ αυτά θα φύγουμε και τα ρέστα, αφού το ξέρω ότι δε θα φύγουμε, μη με παίζεις αυτήν την πρόστυχη ελπίδα κάθε φορά που νομίζω πως τα καταφέρνω να ζω on my own, που λέγαμε παλιά, δε θα κάνω την ερώτηση με το άσπρο-πράσινο, θα σε σκοτώνω και θα σκοτώνομαι στη θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου, δικός μου ο αύγουστος στην αθήνα, ό, τι θέλω θα τον κάνω, μην ακούς την εκφωνήτρια στο ράδιο να λέει πως όσοι επιστρέψουν θα την βρουν πιο όμορφη από ποτέ, θα τη βρουν ίδια κι απαράλλαχτη, μάρνη και 3ης, κατακίτρινη φρεαττύδα, κάτι τους πιάνει όλους σα να κάνει μόνο τον αύγουστο μοναξιά στην πρωτεύουσα, οι άνθρωποι πιο πολύ λείπουν παρά είναι εδώ, αυτή η ζυγαριά δε λέει να γείρει έστω και λίγο, πάντα ασύγκριτα βαρύτερη η απουσία, μια ζωή προσπαθεί να γείρει γλυκά προς την παρουσία κι εκείνη πάντα αφανέρωτη. Πίνει μοχίτο, κάπου, με κάποιους, δεν ξέρω. Όχι, δεν μπορώ να πιω κάτι που μυρίζει γεμιστά. Ούτε αυταπατώμαι πως κάτι τέτοιο θα ήταν μια κάποια λύση.

Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2007

"εγώ κάτω από τα κύματα σας χάνω"

Με πονάει αυτή η αγάπη. Αυτά τα χέρια που σφίγγονται μεταξύ τους για να καταργήσουν τη διαίρεση, ο δρόμος που ανηφορίζει μια αδιαίρετη διμερής φιγούρα, το άδειασμα του σακιού της άμμου πίσω στην παραλία αμέσως μετά τη διαίρεση. Το άδειασμα. Η άμμος είναι υπερεκτιμημένη. Δεν λυπάμαι με τη χαρά τον άλλων· η χαιρεκακία δεν ελευθερώνει τίποτα καλό και αυτή τη στιγμή το τελευταίο που χρειάζομαι είναι κάποιος που θα μου κλέβει την τελευταία μπουκάλα οξυγόνου. Με πρόλαβαν όμως οι μέρες, μωρό μου, τα καλοκαίρια που πέρασαν και, αφού δε με βρήκαν εδώ, έφυγαν. Ο κούφιος κύλινδρος του ζωτικού μου χώρου που, αντί να συρρικνωθεί εκμηδενίζοντας την απόσταση των τοιχωμάτων του, αναπτύχθηκε εις βάρος του εσωτερικού μου. Τα νερά μου είναι δύσοσμα και στάσιμα. Ανάμεσα στους τοίχους και τ’ αγκάθια μου.