<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

"κι ούτε τα λάθη τους δε θα'ναι πια..."


Έρχονται πια οι μέρες που δικάζουν
θα μετρηθούν τα ποσοστά μας
και θα τα βρούμε όλα μπροστά μας
δεν το φοβάμαι ούτε το θέλω
μα δεν υπάρχουν λαγοί μες στο καπέλο
τώρα θα δούμε τα λεφτά μας τί αγοράζουν

Και τα παιδιά που χάσανε την μπάλα
που δεν τους βγαίνουν τα όνειρά τους
βλέπουν να χάνεται η στεριά τους
και δεν το θέλουν και φοβούνται
πως όλα τώρα θα ’ναι λίγα και μικρά
κι ούτε τα λάθη τους δεν θα ’ναι πια μεγάλα

Κι αν όλα βγουν αληθινά δεν θα χαρώ ούτε θα κλάψω
και δεν θα πω στο είχα πει
δεν ξέρω πώς ούτε γιατί
χωρίς μια λέξη το τσιγάρο σου θα ανάψω




υ.γ.: οι μέρες που δικάζουν από εδώ,
οι μέρες που δικάζουν από εδώ.

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

"παραμονεύει η..."

Ούτε που θυμάμαι το χρώμα του. Πρέπει να ήταν ένα number one απ’ αυτά με τα πολλά θέματα που συνήθως ενοποιούσα, εικάζω χρώματος κυπαρισσί, τώρα πια δεν μπορώ παρά να υποθέτω. Τελώ εν χαοτική συγχύσει. Βάφω τα νύχια κόκκινα, τα μισούσε ο μήτσος τα κόκκινα νύχια, τον έκαναν να ανατριχιάζει, τρέχω με τις φόρμες και τα μαλλιά πιασμένα πάνω να βρω κλειδαράδες, νομίζω πως είμαι πάλι στο σχολείο και ανεβαίνω τη μεγάλη ανηφόρα με τις λεύκες με τη ζωή μου να κρέμεται με όλο της το βάρος από κάτι που ασαφώς μόνο υπάρχει, στεγάζω τη μικρή ιδιωτική μου καταστροφή, μονάχα που για μένα δεν είναι και τόσο μικρή, απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών στο σταθμό λαρίσης, δεν ξέρω τί το λυτρωτικό ενυπάρχει σε μια αλλότρια έκφραση συμπόνιας για την απώλειά του καθενός, αισθάνομαι βαρύτατη την απώλεια που δεν αφορά ή δε νιώθω να αφορά κανέναν άλλον έξω από μένα, θέλω να ξαναδώ την αιώνια λιακάδα, είμαι πολύ θυμωμένη με αυτόν που έχει βαλθεί να με διαγράψει από μέσα μου ως υπαρκτή μνήμη, αλλά φοβάμαι πως αυτός ο κάποιος είμαι εγώ η ίδια και ο μηχανισμός είναι αυτόματος, αυτεπάγγελτος, ανεξέλεγκτος, δεν μπορώ να θυμηθώ, εγκλωβισμένη στη μη μνήμη, χρονολογώ με κλειστοφοβικό πανικό σημάδια στο τώρα που με στέλνουν σε κενές θέσεις μνήμης, το ήξερα πάντα ότι το δύσκολο είναι να μην ξεχνάς, ας πει κάποιος σε αυτούς μου μετέφρασαν το remember me στα απανταχού ελληνικά login δίπλα στο 'να με θυμάσαι’ να προσθέσουν το ‘και να μ’αγαπάς’, σου κλέβει η ανατολή αλλά η εγγραφή είναι κενή και δε με βρίσκει να μου το χαρίσει.

"αυτό σε φοβίζει να έρθεις κοντά μου..."

Όπου και να σε ακουμπήσω πονάω. Γυρνάω στο σπίτι με ακατάσχετη την επιθυμία μιας κλαίουσας πτώσης, μπρούμυτα με όλο μου το σθένος για παραίτηση και μόλις αντικρίζω τα πολυκαιρισμένα σεντόνια στο κρεβάτι της κάμαρας διαπιστώνω πως χρησιμοποιώ τη φράση ‘ακατάσχετη επιθυμία’ για πόθους που ποτέ τελικά δεν ευοδώνονται. Ήχοι που παραμορφώνονται φάλτσα, αγαπώ τις φωτογραφίες που τα φώτα μοιάζουν όπως όταν τα βλέπουν βουρκωμένα μάτια, με πονάει που καθένας μόνος του ξέρει πώς βλέπει τον κόσμο με βουρκωμένα μάτια, σα να χάνεται σύσσωμο το μεγαλείο της τέχνης σα νερό μέσα στην άμμο. Πιπιλάω εκείνο το στίχο που ξεκινάει ‘ποτέ δε θ’ αφήσω ετούτη τη θλίψη να γίνει ο τοίχος σε μια προσδοκία’, δεν είμαι όμως από αυτούς, ‘ανείπωτα λόγια που μου έχουν λείψει στο βάθος γνωρίζω’ – αλλά φαίνεται ότι είναι πολύ βάθος, γιατί, παρ’ όλο που το γνωρίζω μου έχουν λείψει.

Χάσκει στην επάνω δεξιά γωνία του μυαλού η ιδέα ότι, στην προσπάθεια μου να αποδιώξω την πεποίθησή σου πως σ’ αυτό τον κόσμο ερχόμαστε μόνοι και, παρομοίως, φεύγουμε, δέματα επί της ουσίας ασυνόδευτα, θα καταλήξω να την ενστερνίζομαι εγώ η ίδια, ακρωτηριασμένη, κατάκοπη κατόπιν πολυάριθμων αιματηρών συγκρούσεων με τοίχους υψωμένους και ανένδοτους. Σα να ‘χω βαλθεί μέσα σε όλο μου το αίμα να πνίξω τα μονήρη ηλεκτρόνια ενός ατόμου που αμέτοχο κοιτάζει σαστισμένο, ανίδεο για το αν καλείται να προσεταιριστεί κάποια από τις δυο μας, εμένα ή εκείνη εκεί, τη μοναξιά του. Ένας παρατηρητής από εξωτερικό αδρανειακό σύστημα συνάγει αγόγγυστα ότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο έξω από μια μέχρις εσχάτων μάχη μεταξύ εμού και εκείνης. Ίσως να είναι μια τόσο αντικειμενική οπτική που χρειάζεται για να ξεμπροστιάσει την ιδιοτέλειά μου, αυτή την εξάρτηση από μια επιθυμητή συσχέτιση εξουσίας κι όλα αυτά κάνουν παιχνίδι από μόνα τους, σα να μην αφορούν το πρόσωπό σου, σαν από μια φροϋδική διαστροφή να γυρεύω να θέσω εαυτόν υποτελή ενός φαύλου, δόλιου δυνάστη, διορισμένου ώστε να μου υπαγορεύει ες αεί την εγκληματικά μη αναστρέψιμη κακοδιαχείριση του βίου ως τη στιγμή που θα με εγκολπώσει σε χρόνο υποψιασμένο στο βρωμερό του ατέρμονα κύκλο.

Κι αυτό το 'αγάπα με να μ'αγαπήσω' παραπέμπει τόσο τραγικά στο αυγό του Κολόμβου.