Το ραδιόφωνο παίζει συνέχεια Κατσιμιχαίους και θα ξεσπάσουν κλάμματα που δε θα σταματήσουν. Θηλυκά ονόματα νησιών παραπέμπουν σε εξωπραγματικές αγάπες με μαζεμένα μαλλιά. Την πρώτη χρονιά που πήγες στη Νάξο με έπαιρνες συνέχεια τηλέφωνο, στα κρυφά, το μεσημέρι. Έχεις κιόλας φύγει, το αμάξι λείπει. Τον μισώ τον Μελωδία. Το σπίτι είναι άδειο. Η γειτονιά έχει αδειάσει. Τα μάτια μου είναι βαριά. Ο ίδιος χρόνος που περνάει για μένα έτσι για άλλους είναι κάτι άλλο. Με σκοτώνει αυτό. Αυτά που δε μοιραζόμαστε, που δε μεταγγίζουμε και μας στραγγαλίζουν. Αυτό το δίσκο του Ζερβουδάκη σκοπεύω να τον χαρίσω στον πρώτο που θα τον θελήσει. Κάνει ερημιά. Από εκείνες που μετράς αν μπορείς να πάρεις ένα τηλέφωνο να μιλήσεις μέσα στη νύχτα. Εν τέλει αυτολογοκρίνεσαι. Δεν έχεις και κάτι να πεις. Και πέφτεις στο κρεβάτι με αναμμένα φώτα. Η προσοχή ανασκουμπώνεται να ακούσει κανέναν ψίθυρο που τυχόν της ξέφυγε. Ξεχνιέται και πάει αλλού. Τίποτα έξω από τον αντίλαλο του γδούπου της πτώσης. Νυστάζω. Θα ξυπνήσω μες στη νύχτα και θα γυρεύω καφέ.