το τρακάρισμα
Όταν θες να κοιμηθείς για να ξεκουραστείς, για να ηρεμήσεις, για να ξεχαστείς, τότε είναι που τα μάτια καίνε, τα βλέφαρα έχουν καρφίτσες από μέσα και οι οικοδομικές εργασίες οργιάζουν σε ακτίνα μικρότερη των 50 μέτρων. Στο κρεβάτι, με το κεφάλι σάντουιτς ανέμεσα στα δύο μαξιλάρια και το πάπλωμα on top καταλαβαίνω σαν από μία αδικαιολόγητη αναλαμπή πόσο πολύ έχω ξεσυνηθίσει να κλαίω μπροστά σε ανθρώπους. Υπήρχε μια εποχή, που ένα ξεθύμασμα μου θα τα ξέπλενε όλα στην αλμύρα του. Υπήρχαν και καμιά δυο αγκαλιές που θα ημέρευαν όλα τα θηρία απέναντί μου.Τα σκυλιά από δίπλα γαυγίζουν. Μάτια μου, σε θυμάμαι και κλαίω.
"για κάποιο φόνο είσαι γεννημένος.."
Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της.Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ' ολίγον να πεθάνη.Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά.Kανείς δεν μίλησε.Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη.K' έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.Α. Εμπειρίκος - Χειμερινά Σταφύλια
"εμένα με συμφέρει που νιώθουμε όλοι κάτι..."
Ένας κίτρινος καιρός που μπορεί και να ήταν απλά ότι δεν μπόρεσε να φιλτράρει η κλάρα της τέντας μου, αυτό ήταν η Κυριακή.Ο Μόρος που με πλάκωσε σα να ταν πούλμαν που με πάτησε και μια Μεγάλη Εβδομάδα, που, αν δεχτούμε ότι ο χρόνος υπάρχει, θα κρατήσει πολύ περισσότερο από μια εβδομάδα, ώστε πρώτα να χωνευτεί η αναγκαιότητα της Ανάστασης κι έπειτα να περέλθουν με το δικό τους ρυθμό οι ώρες της πάλης."Η μοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου" κι εγώ ποτέ δε συμπάθησα ιδιαίτερα τη Δημουλά. Κι είναι πολύ μεγάλο πράγμα να μπορείς να κάνεις ένα τηλεφώνημα. Κι αφάνταστα λάθος να μην είσαι σε θέση να κάνεις απολύτως κανένα.Οι ώρες της πάλης και οι προσωπικές οπτασίες.Γύρευε τί να γκρεμίσεις κάθε φορά.Κι αν το νομίζεις αυτό είναι πιο εύκολο απ'το να ψάχνεις τί να αφήσεις όρθιο, σε γελάσανε.Αλλά δε θα στο πω. Δε θα σου πω τίποτα τώρα, γιατί, άμα μεθαύριο το γκρεμίσω, μετά ό,τι σου πα θα'ναι λάθος.
Τα περιθώρια της εμβέλειας της αγάπης τα έχω τεστάρει κάμποσες φορές, σε δοκιμασίες λυσσαλέων προσπαθειών αυτοκυριαρχίας, που το τέρας «εγώ» κοντεύει να την καταπλακώσει. Τσεκάρεις την ένταση της ακτινοβολίας της την ώρα που την καταπλακώνεις κλείνοντάς της κάθε προοπτική ανάσας. Κι όταν παραγγέλνω αγάπη, την παραγγέλνω σκέτη, black, πώς το λένε;Η διατριβή ξεκινά με την αξιωματική παραδοχή ότι για καθέναν χωριστά δεν μπορεί παρά το σωστό από το λάθος να διακρίνονται. Αυτά αποτελούν τις λεγόμενες –στον ακατάστατο κεφάλι μου- βιοτικές σταθερές, αν δε μας κάνουν, τις αλλάζουμε, δικό μας είναι το σύστημα, ό, τι θέλουμε κάνουμε. Mόνο που, όσο δεν τις αλλάζουμε, είναι εκεί για να βαστάνε κάτι, έχουν χρηστική αξία και δεν είναι μόνο για ομορφιά.Κατόπιν μιας τέτοιας θεμελίωσης τα ένστικτα που χωρίς αυτή ακριβώς την παραδοχή θα οργίαζαν επί ματαίω ανοίγουν τα μάτια και τους πόρους και τις κεραίες και όλα με το ρυθμό τους και με την ιδιοτροπία τους και με το κόστος ευκαιρίας τους (γεια σου, ρε Νάνσυ, με την ευνοϊκή σου αιτιοκρατία) λαμβάνουν θέσεις.
Ποιες θέσεις; Μα αυτές που τους πρέπει φυσικά….
"γιατί τώρα είναι σπάνιο να ξοφλήσω το δάνειο..."
Λες : "Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι ακροβασία σε σχοινιά τεντωμένα και κοφτερά, όπου πρέπει να παραμείνουμε χωρίς να να σκεφτόμαστε το δίχτυ από κάτω. Ίσως αυτή η παραμονή είναι που δυσκολεύει τα πράγματα. Στο τσίρκο, ο ακροβάτης περνά από τη μια άκρη στην άλλη και υποκλίνεται για να λάβει το χειροκρότημα του κοινού. Σε μια φιλία δεν υπάρχει κοινό για να ζητωκραυγάσει. Μόνο δυο άνθρωποι και το κενό." και μετά φεύγεις.Και πώς να σου ζητήσω να μην φύγεις;
ακούω το γέλιο, ακούω το κλάμα σου
Γράφω ακατάστατα, ασυνάρτητα αυτές τις μέρες, με μπλε ή μαύρο ή με μολύβι, χωρίς ημερομηνίες, χωρίς σαφή σειρά και συγκεκριμένο σκοπό. Θα μου πεις: «γιατί, ρε μαλάκα? Υπάρχει και αφηρημένος σκοπός?». Είπαμε όμως να μη μου τη λες συνέχεια, να με λυπηθείς λέω… τουλάχιστον ως τη στιγμή –αν αυτή έρθει- που μια κόλλα θα δώσει σε όλα αυτά τη συνοχή, που θα τα δέσει, κάπως, δεν ξέρω.Η πρώτη μου ερωτική εξομολόγηση – καθαρά δραματουργικά και σκηνοθετικά- με βασανίζει αυτές τις μέρες. Στο μονό κρεβάτι σαλονικιώτικου ξενοδοχείου επί της Αγίου Δημητρίου. Εγώ με camel μαλακό, κερασμένο, αυτός με το δώρο που ‘χε πάρει στην καινούρια του γκόμενα υπό τη σωτήρια καθοδήγησή μου. (Θα μπορούσε άραγε να είναι πιο λάθος? Μπααα…). Θυμάσαι, ρε, πώς είναι να παίζεις κόβοντας με μια σου κίνηση τα ίδια σου τα πόδια? Εγώ όχι πάντως. Είπα να ξεχάσω. Και ξέχασα. Αν γύρω απ’ τα μάτια δεν είχα μαύρους κύκλους, παρά με στόλιζαν αφοπλιστικά μακριά ματοτσίνορα, κι αν –αντί από δέρμα- το περίβλημά μου το σχημάτιζε χαρτί, θα είχα περισσότερες πιθανότητες στερουμένης πλέον και της πνοής μου να μεταλλαχθώ σ’ εκείνην την κούκλα που είχε πει κάποιος κάπου κάπως κάποτε…. Τότε θα μπορούσα ίσως να υψωθώ καμιά εικοσαριά εκατοστά από το χώμα και να σκουπίσω με δυο φιλιά κανά δυο ζευγάρια ματάκια που υγρά και νυχτωμένα χαρακώνουν μέσα μου όποια γνήσια καταβολή στέκεται ακόμα όρθια. Τώρα μένω στη προσπάθεια. Επίσης, αν δεν αγαπούσα τα μαύρα ζιβάγκο θα μπορούσα να γίνω η Κάντυ-Κάντυ κι αν έλεγα πως δε σ’ αγαπώ, έτσι που να με πίστευες, θα αποδείκνυα ακόμη μια φορά με τρόπο πανηγυρικό πόσο ωραία ξέρω να λέω ψέμματα. Αν δεν είχα δει τα χέρια σου γύρω από τη μέση της, ίσως να πίστευα ότι μ’ αγαπάς μια σταλίτσα (ρε γαμώτο..) κι αν μου το ‘λεγες κιόλας, έστω και στα ψέμματα, ίσως και να πίστευα ότι με καταλαβαίνεις. Αν είχα να πληρώσω για ένα γλυκό σου λόγο, ίσως να με γλίτωνες από τα γαμψά βλέμματα των ξένων τα πρωινά κι αν είχα γεννηθεί άλλο μήνα, ίσως ο Απρίλης να μην ήταν τόσο ψεύτης.
Μέσα στο στόμα μου ανατινάζεται ένα κουκουνάρι σκορπίζοντας ανάμεσα στις σάρκες μου τους σπόρους μιας στείρας γεροντοκόρης λαχτάρας. Ο ύπνος ενός μωρόυ ταράζεται κι οι πόθοι της γεροντοκόρης ακούγονται σαν ανέκδοτο. Το μωρό δεν ησυχάζει κι εκείνη στοιχείωνει τα τραίνα ζητιανεύοντας, ενώ όλοι τη νομίζουν νεκρή. Θα μοιράσω στάρι και θα λάβω στάρι, αν πάρω αίμα, αίμα πα' να πει πως έχω δώσει. Η μύτη της πένας το σάββατο το βράδυ σφηνώθηκε στον τοίχο. Ας είναι. Θα θυμηθώ ένα νανούρισμα ν'αναπαυθούν τα κρίματα της ζωής που αρνήθηκε να ζήσει.