Χειμώνα του 2003 θαρρώ πως ήταν όταν ακούσαμε το Φοίβο στο Ζυγό να παρουσιάζει τον καινούριο του Καθρέφτη. Εκεί ( ή/ή και στο club22?) ήταν ένας κύριος με πλούσια κόμη, χαμογελαστή φωνή και νεραϊδοκιθάρα που επιδιδόταν σε κιθαρωδία πρώτη φορά ενώπιον των αυτιών μας μ’ αυτό:
Έχω μια αποθήκη με πράγματα παλιά
κανείς δεν καταδέχεται να ρίξει μια ματιά
πολύ συχνά εγώ χάνομαι στα ράφια, στα κουτιά
τη σκάλα κατεβαίνω και βουτάω στα βαθιά
Θυμάμαι κρύες νύχτες που πήγαινα να βρω
το κόκκινο πουλόβερ μου, το κίτρινο παλτό
μ’ αυτά πηγαινοερχόμουνα στης πόλης τη βουή
ποτέ δεν την αγάπησα, μα έζησα εκεί
Στην αποθήκη κρύβω παπούτσια του παππού
επίσημα, αλήτικα, τον πήγαιναν παντού
μου κάνουνε κι ας πέρασε η μόδα προ πολλού
σαν έφευγε ψιθύριζε όλα είναι τερτίπια του μυαλού
Έχω ένα ζευγάρι μονάχα για εμένα
αυτό που ακουμπάγαμε τις σόλες του για φρένα
στα ξέφρενα ποδήλατα που αράζουν πια δεμένα
τα ξύλινα παιχνίδια στέκονται στην άκρη πεταμένα.
Με το χαμόγελο της εγγενούς του ευγένειας κράτησα τη μελωδία από το μαγικό παιδικό κουτί και μετά τη λησμόνησα. Κι όλο θυμόμουν τα χαμογελαστά κεφάλια που πηγαινοέρχονταν με το ρυθμό και τη μυρωδιά του παλιού ξύλου στο σπίτι του παππού, διακοπές καλοκαίρι στο χωριό. Κι έλεγα πως πάει, χάθηκε. Και πού θα το βρούμε…;
Και μετά η παρέα που παραθέριζε στη Φολέγανδρο, πολλές γνώριμες φάτσες μουσικών μάγων μαζεμένες, έκατσε κι έφτιαξε ένα μουσικό κουτί με παραμύθια και μετά ένα καλοκαίρι μας δώσανε καρπούς να θερίσουμε. Τροφή σαν το δίδαγμα από τους μύθους του Αισώπου που ξεχνιέται με απόλυτη φυσικότητα μπροστά στα λάγνα μάτια της Καλυψώς. Τραγούδια που τα καλοπιάνουν όπως τον ραούι στα χρόνια της Σεχραζάντ και τρύπιες σημαίες που δεν καταπέφτουν. Σαν το φούλι τ’ αράπικο της γριάς στην Αστροπαλιά και σαν πονηρές αλήθειες ειπωμένες στα κώτικα τον Κλήδονα.
Στόμα με στόμα σας το δίνω όπως μου δόθηκε.
Οι θεριστές παίζουν, λέει, από τις 20 του Οκτώβρη και κάθε Πέμπτη ως τα Χριστούγεννα τουλάχιστο στο θέατρο Βαφείο στο Γκάζι.
Καλό θέρισμα μες στο χειμώνα να ‘χουνε.