<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2005

"...και το ταξίδι σαν άγριο φίδι..."

Η Αθηνά λέει ότι κάθε που κάποιος φεύγει το κουτάκι που καταλάμβανε στην καρδιά μας μένει στη θέση του, ακέραιο και άδειο. Καταλαμβάνει κενό χώρο, σχηματίζονται εικόνες και ουσίες πρόσωπων με κενά.
Ο θάνατος των σχέσεων θανατώνει τους εαυτούς που μπλέχτηκαν εκεί μέσα. Κι εγώ τρέμω ότι αύριο μπορεί να πεθάνω ή να γίνει πόλεμος ή να με στείλουν στην εξορία ή στη φυλακή και να ‘ναι τόσα πολλά που οριστικά πια δεν θα'χουν ειπωθεί. Το ενδεχόμενο με πανικοβάλλει.
Εσύ πώς θα το άντεχες;

Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2005

"...έχεις μια ερώτηση;"

"κι οι φαροφύλακες πάντοτε πολύ ενδιαφέροντες, μοναχικοί, αμίλητοι ( τις νύχτες θα συνομιλούν με τη θάλασσα ή και με τους πνιγμένους που πότε πότε ξεβράζει η φουρτούνα), μυστηριώδεις και ίσως αυτοερωτευμένοι, πόσο ν' αντέξει κανείς τη μοναξιά; κι η αυτάρκεια πάντα ακατόρθωτη, όταν τα πρωινά κατάμονοι ανεβάζουν στο γδαρμένο κοντάρι τη σημαία, όταν η χλωμάδα του ορίζοντα δεν υπόσχεται τίποτα και οι κρωγμοί των γλάρων έχουν ένα χρώμα σχεδόν μαύρο, τόσο που σκοτεινιάζουν τόπους τόπους τη θάλασσα και δυο μικρά δελφίνια θα 'χουν πυρετό...."

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
"ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΓΙΩΝ, 8. Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις"

Κ. Καλδάρας / Λ. Νικολακοπούλου

ΚΑΗΜΕ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Βραχιόλι από χρυσόχαρτο και κόκκινο φουστάνι
σε βρήκα Σαββατόβραδο μα για ζωή δε φτάνει
παράτησα το σπίτι μου στην πρώτη κατηφόρα
και πέταξα το δίχτυ μου εδώ που ζούμε τώρα

Καημέ του κόσμου στεναγμέ όλα τα ναι καήκανε
και τα μαχαίρια ουρανέ μες στην καρδιά με βρήκανε
καημέ του κόσμου στεναγμέ όλα τα ναι καήκανε
κι είπα να πέσεις ουρανέ πιο χαμηλά από μένανε

Εμένα που με βλέπετε τα χρόνια μου δεν έχω
κι η ερημιά με ντρέπεται που με χτυπάει κι αντέχω
παράτησα τον ύπνο μου στην πρώτη νυχτερίδα
στο μυστικό το Δείπνο μου με φίλησες και είδα

Καημέ του κόσμου στεναγμέ όλα τα ναι καήκανε
και τα μαχαίρια ουρανέ μες την καρδιά με βρήκανε
καημέ του κόσμου στεναγμέ όλα τα ναι καήκανε
κι είπα να πέσεις ουρανέ πιο χαμηλά από μένανε

Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2005

th metrw

Έπεσα πάνω σε κάτι που είχα ξεχάσει.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2005

"...'cause your crystal ball ain't so crystal clear !"



...so while you sit back and wonder why
I got this fucking thorn in my side


_________

Beastie Boys-"Sabotage"

Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2005

"...τα γελια σου, χαρά μου..."

Κυριακή, Οκτωβρίου 16, 2005

"καμία φωνή, καμιά σιωπή..."

Έρχεται και φεύγει χωρίς θόρυβο. Όποτε με θυμηθεί. Σαν τέλεια εντυπωμένη μπαλάντα που πλέον θεωρείται κλασσική. Όποτε με θυμηθεί, για λόγους που δεν καταλαβαίνω και που εγωιστικά αρνούμαι να διαπραγματευτώ. Από φόβο, από μια αυθόρμητη τάση για οικονομία βίου, από δειλία, μην τεθεί σε κίνδυνο μια υποτιθέμενη προσωπική ισορροπία. Θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα πει «έλα ρε» ή «ζεις;». Αν το σηκώσω. Και λίγο αργότερα θα κλείσουμε με μια ακόμη ανώφελη περίληψη περιττών πληροφοριών στο ιστορικό, χωρίς να προλάβω να ρωτήσω «τί με θέλεις;», σαν από ένστικτο αυτοσυντήρησης, μη λάβω απάντηση. Με μια κενή ανακούφιση, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα και σαφές αντικείμενο, σαν το άγχος του ομιλητή μετά τη λήξη του χρόνου του, ενώ η ομιλία απλά αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Και με πολλές βασανισμένες υποθέσεις για τις σκεψούλες πίσω από τα όμορφα μάτια και τη σπασμένη φωνή. Κι όλο τρέμω τί θα μου συμβεί αν τις μάθω.
Κι όλο καλλιεργώ το χωραφάκι μου, που μετράει μεσοδιαστήματα υποτυπώδους ζωής, διαλείμματα ανάμεσα σε βουβές βόμβες.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2005

"Με λένε..."

Ζωή – άλλων, αλλού κι εδώ, εδώ κι αλλού, άλλοι.

Βιαστικά αυτολογοκριμένη, στη ζούλα και αποσπασματικά υιοθετημένη, συστηματικά ευνουχισμένη υποχρεωτικά κατ’ εκλογή. Εκτιμημένη σε νομίσματα μη συμμιγή, πλειοδοτούμενη ακριβά, πουλημένη φτηνά, ξεπληρωμένη πολλάκις, ισοβίως οφείλουσα. Εν ριπή οφθαλμού μόνον απαστράπτουσα, κυκλοθυμικά χειροδικώντας κατά παντός υπευθύνου και ανευθύνου και κατά παντός αποποιουμένου των ευθυνών του και κατά πτωχών, τω πνεύματι και τω σώματι και τη ψυχή. Χαοτικά συντελεσμένη στο μέλλον, στην ψύχρα ψυχορραγώντας για την πλάκα και για το στυλ και για το κωλόσπιτο στη θάλασσα. Δραματική και άδικα κομμένη στα προκριματικά φεστιβάλ κινηματογράφου, γνήσια θεατρίνα κονσοματρίς, ξιπασμένη ιαχή στη μέχρις εσχάτων μονομαχία των δίδυμων γιών της. Χαρτί ολκής παραμένον σε αχρηστία σε κρίσιμη παρτίδα, άρδην νανουριστικό παραμύθι αρχικά προοριζόμενο για βιογραφικό σημείωμα.

Ακούραστα εξαντλητική από εγωισμό, πρωταρχικά αιτιοκρατούμενη- εξ’ ορισμού- μέχρι τελικής πτώσεως και κατόπιν αυτής.

Ούτε ρήμα ούτε «αγαπάω» ούτε ευκτική του μη πραγματικού. Ούτε (τίποτε) ουσιαστικό.

_________
υ.γ.1: μετά θυμήθηκα:

και απόρησα, πώς γίνεται να μην υπάρχει ούτε ένα τραγούδι για τέτοια σφιγμένα χείλια.

υ.γ.2: η Οδύσσεια δεν είναι το θηλυκό γένος κάποιου αντρικού ονόματος.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 05, 2005

"μες σε σχολεία, μέσα σε πανεπιστήμια..."

Πατάω το χώμα με τρεμάμενα θέλω. Αυτό το μέρος με οδηγεί στην παράνοια. Δεν ανήκω εκεί. Δεν ξέρω αν προσπάθησα όσο έπρεπε ή αν είμαι η πιο αταίριαστη στο τοπίο μεταξύ εκείνων που βρέθηκαν εκεί μέσα από απλή συγκυρία. Οι συγκρίσεις δε με βοηθούν όπως δεν έχει νόημα να με βοηθήσει κανείς απ’ έξω. Είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση. Και κάθε φορά που αναγκάζομαι και μιλάω αθετώ μιαν υπόσχεση, αλλά δε γίνεται αλλιώς, γιατί δεν ακούω τις σκέψεις μου. Θέλω ν’ αγαπήσω, έστω τελευταία στιγμή, τα μπετονένια δρομάκια. Να φύγω από ‘δω μέσα όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, παίρνοντας τουλάχιστον ένα πολύ μικρό μέρος από αυτά που έχω ήδη ξεπληρώσει και θα συνεχίζω να πληρώνω. Πρέπει να τ’ αγαπήσω, γιατί δεν ξέρω να το κάνω αλλιώς και γιατί, όσες φορές κι αν πατήσω κάτω τις φυσικές μου ροπές, όλος μου ο κόπος κάπου σκαλώνει.

Ένας πανικός με διώχνει, με αχρηστεύει, με εκμηδενίζει.
Δεν είναι πάντα εύκολο να αποσυνδέσεις τη αγάπη σου για κάτι από εκείνα που νιώθεις πως έχει να σου προσφέρει. Κι είναι πάντα δύσκολο ν’ αγαπάς αυτό που δεν αισθάνεσαι ικανός τίποτα να του προσφέρεις.

Κι η αλήθεια είναι πως είμαι πελαγωμένη.
Κι έτσι πάλι γκρινιάζω.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2005

Θέρος

Χειμώνα του 2003 θαρρώ πως ήταν όταν ακούσαμε το Φοίβο στο Ζυγό να παρουσιάζει τον καινούριο του Καθρέφτη. Εκεί ( ή/ή και στο club22?) ήταν ένας κύριος με πλούσια κόμη, χαμογελαστή φωνή και νεραϊδοκιθάρα που επιδιδόταν σε κιθαρωδία πρώτη φορά ενώπιον των αυτιών μας μ’ αυτό:

Έχω μια αποθήκη με πράγματα παλιά
κανείς δεν καταδέχεται να ρίξει μια ματιά

πολύ συχνά εγώ χάνομαι στα ράφια, στα κουτιά

τη σκάλα κατεβαίνω και βουτάω στα βαθιά


Θυμάμαι κρύες νύχτες που πήγαινα να βρω
το κόκκινο πουλόβερ μου, το κίτρινο παλτό
μ’ αυτά πηγαινοερχόμουνα στης πόλης τη βουή
ποτέ δεν την αγάπησα, μα έζησα εκεί

Στην αποθήκη κρύβω παπούτσια του παππού

επίσημα, αλήτικα, τον πήγαιναν παντού

μου κάνουνε κι ας πέρασε η μόδα προ πολλού

σαν έφευγε ψιθύριζε όλα είναι τερτίπια του μυαλού


Έχω ένα ζευγάρι μονάχα για εμένα
αυτό που ακουμπάγαμε τις σόλες του για φρένα
στα ξέφρενα ποδήλατα που αράζουν πια δεμένα
τα ξύλινα παιχνίδια στέκονται στην άκρη πεταμένα.

Με το χαμόγελο της εγγενούς του ευγένειας κράτησα τη μελωδία από το μαγικό παιδικό κουτί και μετά τη λησμόνησα. Κι όλο θυμόμουν τα χαμογελαστά κεφάλια που πηγαινοέρχονταν με το ρυθμό και τη μυρωδιά του παλιού ξύλου στο σπίτι του παππού, διακοπές καλοκαίρι στο χωριό. Κι έλεγα πως πάει, χάθηκε. Και πού θα το βρούμε…;

Και μετά η παρέα που παραθέριζε στη Φολέγανδρο, πολλές γνώριμες φάτσες μουσικών μάγων μαζεμένες, έκατσε κι έφτιαξε ένα μουσικό κουτί με παραμύθια και μετά ένα καλοκαίρι μας δώσανε καρπούς να θερίσουμε. Τροφή σαν το δίδαγμα από τους μύθους του Αισώπου που ξεχνιέται με απόλυτη φυσικότητα μπροστά στα λάγνα μάτια της Καλυψώς. Τραγούδια που τα καλοπιάνουν όπως τον ραούι στα χρόνια της Σεχραζάντ και τρύπιες σημαίες που δεν καταπέφτουν. Σαν το φούλι τ’ αράπικο της γριάς στην Αστροπαλιά και σαν πονηρές αλήθειες ειπωμένες στα κώτικα τον Κλήδονα.






Στόμα με στόμα σας το δίνω όπως μου δόθηκε.

Οι θεριστές παίζουν, λέει, από τις 20 του Οκτώβρη και κάθε Πέμπτη ως τα Χριστούγεννα τουλάχιστο στο θέατρο Βαφείο στο Γκάζι.

Καλό θέρισμα μες στο χειμώνα να ‘χουνε.

"...όσο όταν στέκομαι στα πόδια μου μετά από μεθύσι..."


Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τί δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τί κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Τί μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί λιγότερο απ’ ό, τι χρειάζεται, σβήνει, α θυμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τελείωσα, να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τέλειωσα εγώ.

Γ. Σεφέρης,
"Ο κ. Στρατής Θαλάσσινός περιγράφει έναν άνθρωπο"