<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Δευτέρα, Μαΐου 30, 2005

"βλέπουν να χάνετ' η στεριά τους...."

Οι πένες είναι αντικείμενα που δεν τα πάνε καλά με την αιτιοκρατία και τη βαρύτητα.
Η πρώτη για ανεξιχνίαστους λόγους απλώς δεν είναι ευνοϊκή,
η δεύτερη μοιραία τις ακρωτηριάζει.

Έχεις χάσει πένα-θύμα-κατακόρυφης-πορείας με την αιχμή να στοχεύει το πάτωμα?
Μπόρεσες να κατηγορήσεις το Μέρφυ?
Ποιο Μέρφυ?
Για ποια τύχη λέμε?
Μάσησε το χαμόγελό σου, καλό μου, και φτύσε τα κουκούτσια.
Θα τα καταλάβω όλα.

Πέμπτη, Μαΐου 26, 2005

"μια κάτασπρη τουρίστρια τα 'φτιαξε με τον ήλιο"

Δευτέρα, Μαΐου 23, 2005

"σε μετάξι απάνω βάλτο..."



Ξεφυλλίζω πάλι το γεράνι.
Αυτός ο καιρός δεν είναι για τίποτα.
Αυτό το μωρό δεν ξέρω πια τί θέλει για να πάψει να κλαίει
και μου ξεσκίζει τα σωθικά, πονάει η ψυχή μου.
Άλλαξα το χρώμα της μελάνης σε ένδειξη καλής θέλησης,
αλλά χαμογέλασέ μου κι εσύ να καταλάβω
αν υπάρχει προοπτική αξιοπρεπούς επιβίωσης.
Define απόγνωση.

Τετάρτη, Μαΐου 18, 2005

"θέλω να δω το πρόσωπό σου ανθισμένο"

"...πόναγε εκεί βαθιά, στο άγνωστο, στο απροσδιόριστο, δηλαδή στην ύπαρξή του, από τη μοναξιά της αγάπης."

Χρόνης Μίσσιος,
"Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι"

Σάββατο, Μαΐου 14, 2005

«κι είχαμε όλοι μας τα χέρια ανοιχτά…»

Όταν έχω έμπνευση το καταλαβαίνω.
Παίζω το 1 προς 2 με το ζευγάρι τα φαινομενικά ίδια κλειδιά μου στο χωλ της εισόδου και η εξώπορτα ξεκλειδώνει.
Συνήθως χάνω. Ευτυχώς η υπόθεση είναι σικέ και έχω και δεύτερη προσπάθεια με πιθανότητα 1 (όλα σχετικά είναι βέβαια), ώστε να μη μείνω από την ήττα ταπεινωμένη στην απ’ έξω.
Σηκώθηκε στην πόλη μου εκείνος ο αέρας που κάνει κουμάντο στα φαρδιά, λινά ρούχα το καλοκαίρι και κολλάει το χώμα πάνω στα ιδρωμένα σώματα.
Ύστερα σου λέει με μάτι λάγνο:
«ρούχα από χώμα και νερό προτού φορέσεις» κλπ κλπ…
Πες μας βρε παιδί ότι κολλήσαμε στη λάσπη να καταλάβουμε, να το χωνέψουμε καλά.
Ή σου πετάει το απαράμιλλο:
«Τί κι αν δεν είν’ ο κόσμος ό, τι ονειρεύτηκες,
τί κι αν σε ντύνει πάντα μ’ ελπίδες ψεύτικες
Η νύχτα απόψε μοιάζει να είναι φίλη σου,
κόκκινο το φεγγάρι, βαλ’ το στα χείλη σου».
Σα να λέμε «δεν πειράζει που έχει γαμηθεί το σύμπαν, εσύ, γλυκιά μου, είσαι κούκλα απόψε». Μάλιστα…
Ο μπαμπάς μου σήμερα για να τον συγχωρέσω για τον καφέ που είχε ρίξει πάνω στις ασκήσεις μου των μαθηματικών -τότε ντε, που είχε ξεβάψει το μελάνι- μου ‘φερε στο γραφείο που διαβάζω ένα ροζ, τριανταφυλλένιο μπουμπουκάκι μέσα στο ποτηράκι του ούζου.
Και τον συγχώρεσα. So simple. Αλλά όχι ουίσκι, ούζο. Με μεζέ. (Εγώ θα φάω το μεζέ.)

Παρασκευή, Μαΐου 13, 2005

"με λουλούδια μοσχοκάρφια..."




"Μάτια μου,
βρες επιτέλους τι δε σε πονάει
και πες το μου..."


Μany thanks to nefelh for the bleeding rose.

Πέμπτη, Μαΐου 12, 2005

τζάνεμ ποταμέ μου

Ποταμέ…
τζάνεμ ποταμέ μου,
ποταμέ μου, όταν γεμίζεις
και βαρείς και κυματίζεις

Πάρε με,
τζάνεμ ποταμέ μου,
πάρε με στα κύματά σου,
στα ζερβογυρίσματά σου

Να με πας,
τζάνεμ ποταμέ μου,
να με πας να με πας στη δύση δύση,
μες στ’ Αλή πασά τη βρύση

Που ‘ρχονται,
τζανέμ ποταμέ μου,
που ‘ρχονται ξανθές και πλένουν,
μαυρομάτες και λευκαίνουν.

Που ‘ρχονται,
τζάνεμ ποταμέ μου,
που ‘ρχονται τα κοριτσάκια
και λευκαίνουν τα πανάκια

Να ‘ρχεται,
τζάνεμ ποταμέ μου,
να ‘ρχεται κι η αδερφή μου
να μου πλέ- να μου πλένει το μαντήλι
με τα δάκρυα που χύνει.

Παραδοσιακό Βόλακα Δράμας

Τετάρτη, Μαΐου 11, 2005

"η νύχτα κόβει με το σουγιά της μικρά κομμάτια τ'όνειρο."

Κι έτσι στητός μου φαίνουσουν του κόσμου όλου πατέρας
και πάλι τόσο ανάλαφρος σα φως και σαν αγέρας.

Κι έτσι, πάει κι έλα η όψη σου, μια φως μια σκιά, καλέ μου
μ' ίσκιωνε και με φώτιζε σα διάνεμα τ' ανέμου.

Γ. Ρίτσος,
Επιτάφιος
,
1936

Παρασκευή, Μαΐου 06, 2005

στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου…

Εξαιρετικά συχνά βλέπω στον ύπνο μου πως με κάποιον άγνωστο τρόπο έχω χάσει τα παπούτσια μου και τα γυρεύω ξυπόλυτη όλο αγωνία στο δρόμο.
Το πρωί στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο και χάζευα ένα μονάχα μικρό κομμάτι γκρίζου δρόμου να σπάει το συνολικό πράσινο-μπλε διακριτικά και γλυκά, σχεδόν ναζιάρικα.
Είχα θεωρήσει ότι είχαμε ηττηθεί πατριωτικά όταν η Αθηνά πρέσβευε περήφανα ότι η θάλασσά τους εκεί κάτω είναι πράσινη, μα ώρα έχω στα μάτια μου ξεκάθαρο το μωβ από τα δικά μας βουνά. Κάτι τέτοιο αν το είχα αντιτάξει βέβαια τότε, ο αγών θα ήτο ισόπαλος.
Δε βαριέσαι....
Όταν κοσμοκαλογερεύεις στο χωριό-ΣΧΕΔΟΝ πάντα- σου λείπει εκείνο το γυμνό ρεύμα ωμής αλήθειας που ξεκληρίζει από μέσα σου τη χλόη της ηρεμίας. Εκεί οι αλήθειες είναι απλές και μεγάλες και διακριτικές και, ως τέτοιες, κάθε άλλο παρά παρά φύσει. Μπορείς να λουφάξεις έξω από τα νερά σου, να κουρνιάσεις σ' ένα κόσμο που δε θα διαρκέσει πολύ, να εξετάσεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι ή πού δε βρίσκεσαι με όλη την άνεση που σου δίνει αυτή ακριβώς η παράμετρος. Όλα αυτά στο περίπου φυσικά.
Θέλω να πω, όλα αυτά είναι μια απλή εντύπωση, κάτι που ανατρέπεται σε μερικά χιλιόμετρα από τον Άγιο Παντελεήμονα ως το Άργος. Θέλω να πω πως ο λυγμός της μάνας μου έχει το χρώμα του κεριού της Μεγάλης Πέμπτης και ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τη δύναμη να χωρίσουν, αν δεν μπορούν να πάψουν την πνοή τους.
Είπα: «όχι, το μπλοκάκι τ' άφησα στην Αθήνα.»
Απόψε προσπαθώ να συγκεντρώσω την προσοχή μου, ώστε με όλη μου την ουσία να συλλάβω την απόγνωση, ώστε να νιώσω τον πόνο γνήσια και καθαρά. Αν δεν αναλωνόμουν σ' αυτήν την εγωπαθή και αυτιστική διαδικασία, ίσως να είχα μες στα χέρια μου δυο- τρεις διεξόδους, που μετά βέβαια θα αποδείχνονταν αδιέξοδες, προς γνησιοτέρα και αναμφιβόλως ανόθευτη απόγνωση, but what the hell, μια χαρά τα καταφέρνω κι έτσι.
Κάποτε ήταν ένα κορίτσι που έβλεπε παντού αντιστοιχίες κι όλο νόμιζε πως κάποιος του κάνει πλάκα. Πίστευε πως ήταν για κάποιον το ίδιο ακριβώς που ήταν ένα άλλο κορίτσι για κάποιον άλλον,
Εκείνος ο κάποιος - ο πρώτος - είχε τη δική του ζωή και το δικό του ίσκιο. Είχε μεγαλώσει σ' ένα σπίτι σ' ένα χωριό με καπνά και κουβαλούσε τη μοναξιά του άντρα που παραπατάει ένα ζεϊμπέκικο ή κλαίει ένα τραγούδι για τη μάνα του.
Εκείνη, πάλι, θα 'θελε όλη η ζωή να ήταν μια βόλτα μ'ένα πορτοκαλί μηχανάκι και αποκοιμιόταν τα βράδια μ'έναν βουβό καημό, που δεν έμελλε ν' ακουμπήσει τον απέραντο χρόνο της στα πόδια του, και την έτρωγε το μαράζι που δεν έραψε ποτέ τις κουρτίνες του σπιτιού τους.
Μακάρι να'ξερα πιο πολλά, να'λεγα πιο λίγα, να ψιθύριζα περισσότερα, να είχα παραλείψει να επισημάνω πόσο πονάω, να μπορούσα να στ'αραδιάσω όλα και να 'χαν νόημα και να σ'ημέρευαν, να μην ήσουν τόσο ξένος και να σε ήξερα και να σε έβρισκα και να σου σκούπιζα τα μάτια.
Ένα ζευγάρι σκουριασμένες χειροπέδες.
Όχι στα χέρια μόνο.
Τρεις μοίρες είπαμε;
Τζάμπα το πήγα τ'αμάξι στο συνεργείο....
_____________
είμαι η σκιά μιας γυναίκας που κάποτε ερωτεύτηκες παράφορα.

ινφο

απόσταση
ακούω
ακούω μέσα στη σιωπή τη σιωπή σου
να σκορπάει πιο πέρα κι απ’ τα παραμύθια
τις λέξεις που κάρφωνες
εδώ, βαθιά μου
τις λέξεις που έσταζαν τα φιλιά σου
στους διψασμένους πόνους μου
πίσω από τις διάφανες μέρες
στα προάστια μιας στενόμακρης πολιτείας
γράφω κύκλους
σα μια σπασμένη κιμωλία
που τόσο πολύ ήθελε να ολοκληρώσει
την πρόταση που άρχισε να γράφει
πάνω στο απαλό σου δέρμα
πάνω στο γυμνό σου δέρμα
συναντώ όλη τη γεωγραφία που μου εμπιστεύτηκε ο Θεός
μαθαίνω να τη διαβάζω
μάθαινα
μα τώρα πια μόνο ακούω
πού και πού
κι όλο πιο σιγά
τις σκιές από τα βήματά σου
έτσι καθώς αντιλαλούν
στα απέραντα τοπία της σιωπής
διανύοντας αποστάσεις που τα φτερά μου δεν αντέχουν
και τα χέρια σου,
που κάποτε έπλαθαν νησιά
πάνω στα στήθη,
γράφουν τώρα την πιο μεγάλη ξενιτιά
την πιο αποτρόπαια πράξη ολοκληρώνοντας
νωρίς, ένα πρωί
θα ξυπνήσω μέσα σ’ ένα κύμα
τη στιγμή που θ’ αγκαλιάζει την πιο χρυσή ακτή
και θα γυρίζει πάλι πίσω,
στη θάλασσα,
εκεί θ’ ανθίσουν για πάντα
όσα δεν έγιναν ποτέ.
αίμα μου ζεστό,
έσπασαν τα χείλη μου
αίμα μου ζεστό,
έσπασαν τα χείλη μου
όμως μιαν ανοιξιάτικη μέρα
η βροχή θα ποτίσει τη νύχτα που μου χάρισες
όλη αυτή την απέραντη σιωπή
και την απόσταση