<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Κυριακή, Φεβρουαρίου 26, 2006

ΟtE κλπ

...κάτι που δε θα έκανα νηφάλια...

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2006

"...then the sudden smell of burning flesh..."

strange fruit.
Abel Meeropol (a.k.a. Lewis Allan)/Billie Holiday, 1971.

Southern trees bear a strange fruit,
Blood on the leaves and blood at the root,
Black body swinging in the Southern breeze,
Strange fruit hanging from the poplar trees.

Pastoral scene of the gallant South,
The bulging eyes and the twisted mouth,
Scent of magnolia sweet and fresh,
Then the sudden smell of burning flesh!

Here is a fruit for the crows to pluck,
For the rain to gather, for the wind to suck,
For the sun to rot, for a tree to drop,
Here is a strange and bitter crop.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2006

"...κι απ'το τατουάζ μου..."

Ξέρεις ότι έχεις μείνει αρκετά σ’ ένα σπίτι, όταν τη νύχτα μπορείς να το μετρήσεις σε βήματα χωρίς ν’ ανάψεις τα φώτα. Τότε έχεις μείνει αρκετά. Αρκετά για να ξέρεις αν θέλεις να μείνεις ή να φύγεις. Όχι όμως και για να το αποφασίζεις.

~*~

-Αυτοί πού πάνε;
-Στο νησί, μάτια μου, δεν τα ‘παμε;
-Α, ναι. Φύγαν.
-Βέβαια φύγαν. Έχουν ώρα πού ‘φυγαν, δεν τους πήρες είδηση; Σου ‘χα πει αν ήθελες. Θα ‘χαμε κιόλας φύγει κι εμείς, δεν ήθελες.
-Μη φωνάζεις. Δεν είπα ότι δεν ήθελα.
-Ούτε ότι ήθελες είπες.
-Δεν ήξερα.
-Ξέρεις τώρα;
-Όχι.
-Φυσικά.
-…
-Δεν πειράζει. Γυρνάμε;
-Κάτσε λίγο ακόμα. Μέχρι να χαθεί το καραβάκι και φεύγουμε. Βιάζεσαι…;
~*~

Στα νοικιασμένα δωμάτια των λίγων ημερών του Αυγούστου αποκλείεται την ώρα που βγαίνεις απ’ τον ύπνο σου, προτού ν’ ανοίξεις τα μάτια, να μπορέσεις να μαντέψεις τις ακριβείς συντεταγμένες του παραθύρου σου. Συνήθως δεν μπορείς ούτε να λογαριάσεις στο περίπου τις συντεταγμένες του σημείου που ορίζει το εγώ σου. Εκεί που νομίζεις ότι την έχεις σκαπουλάρει από το παράθυρο του γραφείου σου, ξυπνάς μες στη νύχτα και παίζει το τρικ με το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι και πρέπει να διαλέξεις επιτέλους ή να πνιγείς ή να καείς.
(Με τη δόση της δραματικότητας που εσύ επιλέγεις, αλλά πάντως με τα χοντρά γράμματα πανομοιότυπα σε κάθε περίπτωση.)
Εκεί που για να μάθεις πού ξύπνησες πρέπει να το διαλέξεις. Και που για να μην το μάθεις πρέπει πάλι να το αποφασίσεις. Εσύ για την πάρτη σου.

______
η φωτογραφία είναι κλεμμενη, παρακαλώ το Σ., αν τη θέλει πίσω, να τη ζητήσει πάραυτα,καθώς του ανήκει ολοκληρωτικά, κατά τα άλλα, του οφείλω, όπως και να 'χει, ένα ευχαριστώ.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2006

Σκιάθος, 31 Ιουλίου 1930

Μάταιο γράμμα. Βρίσκομαι σ’ ένα νησί του παλιού δουκάτου του Αρχιπελάγου. Τί να το κάνεις το όνομά του, αφού ούτε θα λάβεις το γράμμα τούτο ούτε και θα μου γράψεις ποτέ. Τέτοια ήταν η σιωπηλή μοίρα μας και πριν, στις καλές μέρες, όταν ένα κοίταγμα, ένα αγκάλιασμα, έδινε και γευόμαστε τα δώρα του Θεού. Βλεπόμασταν σπάνια, μια φορά την εβδομάδα, μια φορά στις δέκα μέρες, γιατί τέτοια ήταν η τάξη της κοινωνίας. Δυο ή τρεις ώρες και τότε ξεχνούσαμε. Ξεχνούσαμε τα βάσανά μας και μαζί τους τις εικόνες και τα στολίδια που είχε μαζέψει η χωριστά ψυχή του καθενός μας στην επιφάνεια του κόσμου. Θυμάσαι πόσο φοβούμασταν τα λόγια. Δεν ξέραμε πού θα μας βγάλουν. Μια δυο φορές στην αρχή μιλήσαμε, και σαν είπαμε όσα δε θέλαμε να πούμε, εκείνα κυρίως, σμίξαμε τα κεφάλια μας. Από τότε καμία εξομολόγηση, κανένα παράπονο δεν τάραξε τις ώρες που ήταν δοσμένο να ζήσουμε. Περάσαμε δυο ή τρία χρόνια μιας αγάπης μυστικής και σιωπηλής, κι όμως, πραγματικά, δεν ξέρω να πω πόσο βάσταξε εκείνο το μαγικό. Σαν κοιτάζω εκείνες τις ώρες, τις δικές μας, τις βλέπω ξεχωρισμένες από το πέρασμα του χρόνου, σαν ένα καράβι φάντασμα που θα ταξίδευε μέσα στον ποταμό της μεταβολής, που μας είχε μπαρκάρει και μας ξεμπαρκάρισε ανεξήγητα. Έτσι φαντάζομαι την αιώνια ζωή∙ σαν εκείνο το ταξίδι. Τώρα τελείωσαν όλα αυτά. Αλλά θέλω να προσπαθήσω τη μάταιη προσπάθεια να ξανασμίξω εκείνον τον καιρό.

Βρίσκομαι σε μια από της Βόρειες Σποράδες, σ’ ένα από τα διαβολονήσια, όπως έλεγαν οι παλιοί θαλασσινοί. Τώρα που ξέρω πως δεν μπορώ να σε συναπαντήσω πουθενά, τί σε νοιάζει πού βρίσκομαι. Εδώ ή εκεί, η απουσία σου θα με βαραίνει, θα με κάνει όμοιο με τους άλλους ανθρώπους. Θυμάμαι εκείνη την τελευταία φορά∙ οι ψυχές μας βρίσκόντουσαν τόσο δυνατά σφιγμένες από τον ενδεχόμενο χωρισμό, που τα κορμιά ελεύθερα, στο στοιχείο τους, αυτά μόνο μας σμίγανε ακόμη. Στοχάζομαι πόσο ανόητες είναι οι φιλοσοφίες που καταπιάστηκαν να χωρίσουν την ψυχή από το σώμα. Σα να μπορεί κανείς να χωρίσει το κύμα από τη θάλασσα. Τα κορμιά που μας ενώνανε ακόμη, πόσο ανήμπορα, μοιάζαν έντομα, που θα τους είχαν κόψει τις αντένες∙ συρθήκανε τυφλά, αγωνιστήκανε να βρούνε κάποια επικοινωνία, κι έπειτα ησυχάσανε το καθένα φυλακισμένο μέσα στους νόμους του. Έπειτα, βλέπω ακόμη τα χείλια και τα μάτια σου. Ένα αυτοκίνητο μέσα στους σκοτεινούς ακατάστατους δρόμους, ένα φιλί στο αναμένο μάγουλο και τα τελευταία σου λόγια: «Ο Θεός να σε φυλάει, παιδί μου…». Τα δάκρυα με πήραν πολύ αργότερα, τη νύχτα, στο κατάστρωμα ενός παμπάλαιου βαποριού, καθώς κοίταζα το Γαλαξία.

Πέρασα ολόκληρη τη χθεσινή μέρα ζαλισμένος από το ταξίδι∙ και τα σιδερικά που μ’ έφεραν εδώ, 36 ώρες. Τις πέρασα ξαπλωμένος σε μια ξαπλωτή πολυθρόνα του καραβιού που μύριζε κατράμι και καπνιά. Είχες τη δέηση και ολόκληρη την προσήλωσή μου. Χωρισμός, απουσία, νόστος, άβυσσος. Η παρουσία σου και η απουσία σου∙ η μεγάλη υπόθεση της ζωής μου. Πού να ‘σαι τώρα… Περνούσαμε μπροστά στη Βουλιαγμένη σαν γύρναγα το κεφάλι προς την Αθήνα. Ο ήλιος είχε βασιλέψει∙ απόμεινε ακόμη μια στιγμή έξω από τη ράχη του βουνού ένα λιγνό γυαλιστερό τόξο, κι έπειτα ένα ανεπαίσθητο σημάδι στον ουρανό. Ανάπαυλα και ανασασμός στη θάλασσα. Συλλογιζόμουν τους στενούς δρόμους όπου σε περίμενα∙ θα είχαν πια σκοτεινιάσει. Στάθηκα και φαντάστηκα μια στιγμή πώς ήσουν καθισμένη μπροστά μου μ’ ένα βιβλίο στα χέρια. Αν δε σ’ έβλεπα ήταν ζήτημα απόστασης. Πόσης απόστασης;…

______________
Η παράθεση αποτελεί μνημόσυνο στη μνήμη του να έχει σημάνει το παραπάνω κάπου, κάπως, κάποτε, για κάποιον κάτι παραπάνω από στοιχειώδες. Η μνεία είναι το αντικείμενο ασαφούς και ακατάσχετου συνειρμού. Κατά τα άλλα μοναδική αφορμή ήταν μια ραδιοφωνική κουβέντα για "τα σ'αγαπώ που άντεξα".
(Πιστεύω ότι η θύμηση και η διαδικασία της λησμοσύνης είναι δυο δρόμοι παράλληλοι, που δεν τραβανε απαραίτητα αντιπαράλληλες κατευθύνσεις. Συχνά συμπράττουν.)
Το βιβλίο ανοίγει επιστολές ιστορικών προσώπων. Κι εγώ θυμάμαι μία από τις Μέρες του ποιητή. Ένα γράμμα του Γιώργου Σεφέρη. Μάταιο και ανεπίδοτο. (;)

"...και καημό/ και καημό έχω μεγάλο/ δεν μπορώ/ δεν μπορώ να πάρω άλλο..."

Πού θα βρω ένα φυλλαράκι...;*
______
*:ρητορικόν το ερώτημα, στο Μοναστηράκι μάλλον, αλλά δε θέλω να τ'ακούω.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2006

"ΑΝ θυμηθείς ποια ήμουνα II"

"Λες και ήρθαμε, λέει, για το κλάμμα.
Μια στην αρχή και μια στο τέλος.
Και όλο στη διάρκεια, ιδίως τα βράδια.
Ό,τι φοβούμουνα μικρός, το ίδιο τώρα τρέμω.
Εγώ μεγάλωσα. Έγινα ολόκληρος άντρας.
Ο τρόμος μεγαλωσε. Έγινε ολόκληρος τρόμος."

Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2006

"ΑΝ θυμηθείς ποια ήμουνα..."




____________
το ναυάγιο το κλεψα από εδώ...την τιμωρία του Μάνου Χατζηδάκι από το ωδείο του Νάκα.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 12, 2006

αχ...το καραντί θα μας μπατάρει...

Ακούς ένα τελεσίδικο βιολί, ακούς σόλο φλάουτο,αιχμηρότατο, ακούς μια υπέροχη κλασσική, μπαίνει μόνος του ο Καπηλίδης, στιβαρότατος, παίρνει ο Γιώτης μόνος τη μπάλα με φόρα για σίγουρο γκολ... και σου πετάγεται κι ένα γλυκερό: " Παντιέρα κίτρινη - σινιάλο του νερού." κλπ κλπ και δεν ξέρεις από πού σου ήρθε και λες "θα πέσει το ταβάνι να σε πλακώσει" και δε σε νοιάζει τί φοράει όταν κοιμάται μακριά σου, αρκεί να φύγει μακριά... Το στανιό μου μέσα!$@!%!#%@!
Πείτε μου ότι με κοροϊδεύετε ...

Σάββατο, Φεβρουαρίου 11, 2006

"...και την κρατάω μέσα μου να μεγαλώνει..."

Κατάσταση πολιορκίας. Κάτι φουσκώνει μέσα απειλητικά νικώντας σταδιακά το δειλό του περίβλημα. Αυξάνει και πολλαπλασιάζεται.
Ένας καλός χαρτοπαίχτης καίει συχνά σε μια κίνηση στρατηγικής ένα του χαρτί για να επωφεληθεί αργότερα από το πρόωρο κόστος που επωμίστηκε. Κάθε χαρτί έχει τόση προίκα όση χρειάζεται για να θυσιαστεί μία μονη φορά, ώστε να κερδηθεί μια μάχη. Ή, καλύτερα, ένα παιχνίδι.
Είμαι ένα χαρτί που έχει καεί πολλές φορές. Από μένα. Από λάθος. Από λάθη.
Η ουσία προωθείται υπό της απειλής στα τοιχώματα και οι υποπαράγραφοί της διαχέονται στην ατμόσφαιρα. Η απειλή έχει στο σχέδιο να μην αφήσει μέσα τίποτα και, όταν εκπληρωθεί ο σκοπός της, να αποχωρήσει –και αυτή- θριαμβεύτρια. (Σημ.: Οι άνθρωποι, υπό s.t.p., ξεχειλίζουν όταν είναι υπερπλήρεις και σε διαδικασία πλήρωσης. Όχι σε φάση ταχείας έξωσης από το σώμα τους.)
Τα τοιχώματα υποχωρούν, ο νους υποχώρησε πρώτος, οι αισθήσεις στραγγαλίζονται στριγγλίζοντας τη σχετικότητα του ακαριαίου της συμπίεσής τους.

Άμα σε ακούσω να λες «έλα, μωρέ, πώς κάνεις έτσι;», σου υπόσχομαι να βάλω τα κλάμματα. Δε μου είναι δα και τόσο δύσκολο πλέον. Μάλιστα, μπορώ να το κάνω και χωρίς να πεις τίποτα τώρα που το σκέφτομαι.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 09, 2006

"εσύ κερδίζεις, μάνα μου, και..."

"Νομίζετε ότι εδώ τελειώσαμε; Σχεδόν. Μας απομένει το βοτσαλάκι, εκείνο το υποχθόνιο αμελητέο θραύσμα. Θα σας το φανερώσω με πέντε φράσεις. Πρώτη: Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι ξυπνήσαμε πλάτη με πλάτη. Δεύτερη: Γυρίζουμε καταπρόσωπο και κοιταζόμαστε νηφάλιοι και σιωπηλοί. Τρίτη:Έρπει προς το μέρος μου. Τέταρτη: Ανοίγω την αγκαλιά μου και την υποδέχομαι. Πέμπτη: κούρνιασε πάνω μου κουλουριασμένη, το κεφάλι της χωμένο βαθιά στο στέρνο μου, της χάιδεψα στοργικά τα μπογιατισμένα της μαλλιά. Έκτη: Να 'ναι καλά, όπου κι αν γέρνει τώρα."

Σάκης Σερέφας, "Το σπίτι υποδέχεται"

_____
με την ευγενική χορηγία της Πορνογραφίας.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2006

φυσική των κυμάνσεων


Δυσκολεύομαι να επιστρέφω τα βιβλία που δανείζομαι.
Τα ζω. Τα γράφω, τα τσακίζω στη ράχη, σημαδεύω τα φύλλα τους.
Τα αγοράζω καινούρια και επιστρέφω τα καινούρια. Ή δεν τα δανείζομαι. Να, τώρα πρέπει να αγοράσω μια βάρδια, ας πούμε.
Για τον ίδιο λόγο δυσκολεύομαι να τα δανείσω. Για κάτι βράδια που κάτι θα ξυπνήσω να αναζητήσω και δε θα μπορω να το βρω, να το περάσω από τα μάτια μου.
Δε διαβάζω φυσική και τέλειωσε ο καφές. Πάω για άλλον.
Ο ποιος να 'ναι...; Δε βαριέσαι. Ποιος τους μετράει, άλλωστε;
Καλημέρα...;

Τρίτη, Φεβρουαρίου 07, 2006

"το τσιγάρο σου στο στόμα φάρος που φωτίζει ακόμα..."

SPEAK LOW
(The young gods play Kurt Weill)

Speak low, darling, speak low
Our summer day withers away too soon, too soon
Speak low when you speak, love
Our moment 's swift, like ships adrift, we're swept apart, too soon
Speak low, darling, speak low
Love is a spark, lost in the dark too soon, too soon
You know, I feel wherever I go tomorrow is near,
tomorrow is here and always too soon

Speak low when you speak, love
Our summer day withers away too soon, too soon
Speak low, darling, speak low
Love is a spark, lost in the dark too soon, too soon
I feel wherever I go tomorrow is near,
tomorrow is here and always too soon

We're late, darling, we're late
The curtain descends, everything ends too soon, too soon
I wait, darling, I wait
Will you speak low to me, speak love to me and soon
I wait, darling, I wait
Will you speak low to me,darling, speak love to me and soon
Time is so old and love so brief
Love is pure gold and time a thief...

Kurt Weill / Ogden Nash

Κυριακή, Φεβρουαρίου 05, 2006

"...αυτή η πρώτη σου ζωή μ'έχει νικήσει..."

Φαντάζομαι πως έχει πολύ μεγάλη σημασία που το πιστόλι ριμάρει με το Αργοστόλι, ιδίως εφ’ όσον ο ποιητής κατάγεται από την Κεφαλονιά. Όμως δεν είναι τρόπος που να πάψω να σκέφτομαι την περιγραφή του νονού μου, ότι από το μπαλκόνι του φίλου του στην Καβάλα βουτάς κατ’ ευθείαν στη θάλασσα.
Κατά τα άλλα το Μόναχο μου θύμισε το ανέκδοτο με το κοπτό μακαρονάκι και, συνεπώς, πάρα πολύ κουράστηκα, γιατί, όσο να πεις, τουλάχιστον η Σκάρλετ μέσα σε τρεις ώρες έκανε ίσαμε τρεις γάμους. Βέβαια, το ότι ο ρεαλισμός στην τέχνη έχει προ πολλού πεθάνει είναι μια άποψη που υπάρχει, αλλά από την άλλη πάλι, δες, Αντριάννα, σοκολάτα και θεός ταίριαξαν βέβαια σε διαφήμιση, χωρίς όμως και να μπορείς να το πεις καλλιτεχνία το συνολάκι, επειδή απλώς απέχει από το ρεαλισμό.
Σύγχυση.
Α.
Και να τους πείτε τη σκηνή που σκουπίζει η πρωταγωνίστρια τα μάγουλα και ρουφάει τη μύτη όλο νάζι, βλέπε εσωτερική ανασυγκρότηση και βλέμμα καθαρό που κοιτάζει μπροστά κλπ κλπ, να την αφαιρέσουν στο επόμενο μοντελάκι.
Ο σουρεαλισμός σουρεαλισμός και η αξιοπρέπεια αξιοπρέπεια.
Και δε χτυπάει το ρημάδι.
Μερικές φορές τα πράγματα δεν είναι αυτό που δείχνουν ή μάλλον δεν μπορούν να δείχνουν αυτό που είναι.
Κι αυτό δεν είναι πάντα τέχνη.
Κι αυτό δεν έχει πάντα σημασία.
Κουράστηκα. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή θέλω διακοπές. Διακοπή.
Δεν το καταλαβαίνω αυτό το πολλαπλό σημαινόμενο.
Δε γίνεται να το καταλάβω.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2006

"...έλα, πουλί μου, να πάμε στην Πέραμο..."

Αν ζήσουμε ως τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, πάει να πει ότι θα ζήσουμε.
Ή ότι δε θα ζήσουμε.
Καλημέρα.