Μάταιο γράμμα. Βρίσκομαι σ’ ένα νησί του παλιού δουκάτου του Αρχιπελάγου. Τί να το κάνεις το όνομά του, αφού ούτε θα λάβεις το γράμμα τούτο ούτε και θα μου γράψεις ποτέ. Τέτοια ήταν η σιωπηλή μοίρα μας και πριν, στις καλές μέρες, όταν ένα κοίταγμα, ένα αγκάλιασμα, έδινε και γευόμαστε τα δώρα του Θεού. Βλεπόμασταν σπάνια, μια φορά την εβδομάδα, μια φορά στις δέκα μέρες, γιατί τέτοια ήταν η τάξη της κοινωνίας. Δυο ή τρεις ώρες και τότε ξεχνούσαμε. Ξεχνούσαμε τα βάσανά μας και μαζί τους τις εικόνες και τα στολίδια που είχε μαζέψει η χωριστά ψυχή του καθενός μας στην επιφάνεια του κόσμου. Θυμάσαι πόσο φοβούμασταν τα λόγια. Δεν ξέραμε πού θα μας βγάλουν. Μια δυο φορές στην αρχή μιλήσαμε, και σαν είπαμε όσα δε θέλαμε να πούμε, εκείνα κυρίως, σμίξαμε τα κεφάλια μας. Από τότε καμία εξομολόγηση, κανένα παράπονο δεν τάραξε τις ώρες που ήταν δοσμένο να ζήσουμε. Περάσαμε δυο ή τρία χρόνια μιας αγάπης μυστικής και σιωπηλής, κι όμως, πραγματικά, δεν ξέρω να πω πόσο βάσταξε εκείνο το μαγικό. Σαν κοιτάζω εκείνες τις ώρες, τις δικές μας, τις βλέπω ξεχωρισμένες από το πέρασμα του χρόνου, σαν ένα καράβι φάντασμα που θα ταξίδευε μέσα στον ποταμό της μεταβολής, που μας είχε μπαρκάρει και μας ξεμπαρκάρισε ανεξήγητα. Έτσι φαντάζομαι την αιώνια ζωή∙ σαν εκείνο το ταξίδι. Τώρα τελείωσαν όλα αυτά. Αλλά θέλω να προσπαθήσω τη μάταιη προσπάθεια να ξανασμίξω εκείνον τον καιρό.
Βρίσκομαι σε μια από της Βόρειες Σποράδες, σ’ ένα από τα διαβολονήσια, όπως έλεγαν οι παλιοί θαλασσινοί. Τώρα που ξέρω πως δεν μπορώ να σε συναπαντήσω πουθενά, τί σε νοιάζει πού βρίσκομαι. Εδώ ή εκεί, η απουσία σου θα με βαραίνει, θα με κάνει όμοιο με τους άλλους ανθρώπους. Θυμάμαι εκείνη την τελευταία φορά∙ οι ψυχές μας βρίσκόντουσαν τόσο δυνατά σφιγμένες από τον ενδεχόμενο χωρισμό, που τα κορμιά ελεύθερα, στο στοιχείο τους, αυτά μόνο μας σμίγανε ακόμη. Στοχάζομαι πόσο ανόητες είναι οι φιλοσοφίες που καταπιάστηκαν να χωρίσουν την ψυχή από το σώμα. Σα να μπορεί κανείς να χωρίσει το κύμα από τη θάλασσα. Τα κορμιά που μας ενώνανε ακόμη, πόσο ανήμπορα, μοιάζαν έντομα, που θα τους είχαν κόψει τις αντένες∙ συρθήκανε τυφλά, αγωνιστήκανε να βρούνε κάποια επικοινωνία, κι έπειτα ησυχάσανε το καθένα φυλακισμένο μέσα στους νόμους του. Έπειτα, βλέπω ακόμη τα χείλια και τα μάτια σου. Ένα αυτοκίνητο μέσα στους σκοτεινούς ακατάστατους δρόμους, ένα φιλί στο αναμένο μάγουλο και τα τελευταία σου λόγια: «Ο Θεός να σε φυλάει, παιδί μου…». Τα δάκρυα με πήραν πολύ αργότερα, τη νύχτα, στο κατάστρωμα ενός παμπάλαιου βαποριού, καθώς κοίταζα το Γαλαξία.
Πέρασα ολόκληρη τη χθεσινή μέρα ζαλισμένος από το ταξίδι∙ και τα σιδερικά που μ’ έφεραν εδώ, 36 ώρες. Τις πέρασα ξαπλωμένος σε μια ξαπλωτή πολυθρόνα του καραβιού που μύριζε κατράμι και καπνιά. Είχες τη δέηση και ολόκληρη την προσήλωσή μου. Χωρισμός, απουσία, νόστος, άβυσσος. Η παρουσία σου και η απουσία σου∙ η μεγάλη υπόθεση της ζωής μου. Πού να ‘σαι τώρα… Περνούσαμε μπροστά στη Βουλιαγμένη σαν γύρναγα το κεφάλι προς την Αθήνα. Ο ήλιος είχε βασιλέψει∙ απόμεινε ακόμη μια στιγμή έξω από τη ράχη του βουνού ένα λιγνό γυαλιστερό τόξο, κι έπειτα ένα ανεπαίσθητο σημάδι στον ουρανό. Ανάπαυλα και ανασασμός στη θάλασσα. Συλλογιζόμουν τους στενούς δρόμους όπου σε περίμενα∙ θα είχαν πια σκοτεινιάσει. Στάθηκα και φαντάστηκα μια στιγμή πώς ήσουν καθισμένη μπροστά μου μ’ ένα βιβλίο στα χέρια. Αν δε σ’ έβλεπα ήταν ζήτημα απόστασης. Πόσης απόστασης;…
______________
Η παράθεση αποτελεί μνημόσυνο στη μνήμη του να έχει σημάνει το παραπάνω κάπου, κάπως, κάποτε, για κάποιον κάτι παραπάνω από στοιχειώδες. Η μνεία είναι το αντικείμενο ασαφούς και ακατάσχετου συνειρμού. Κατά τα άλλα μοναδική αφορμή ήταν μια ραδιοφωνική κουβέντα για "τα σ'αγαπώ που άντεξα".
(Πιστεύω ότι η θύμηση και η διαδικασία της λησμοσύνης είναι δυο δρόμοι παράλληλοι, που δεν τραβανε απαραίτητα αντιπαράλληλες κατευθύνσεις. Συχνά συμπράττουν.)
Το βιβλίο ανοίγει επιστολές ιστορικών προσώπων. Κι εγώ θυμάμαι μία από τις Μέρες του ποιητή. Ένα γράμμα του Γιώργου Σεφέρη. Μάταιο και ανεπίδοτο. (;)