She’s addicted to nicotine patches.
Το Κουκάκι. Ο σταθμός εκκίνησης του Τάλγκο. Σα να λέμε το ΝΕΟΝ στην Ομόνοια λίγο προτού τη μεγάλη του ανακαίνιση. Ή, καλύτερα, το ασανσέρ του παραρτήματος του ΙΚΑ στην Ομόνοια. Τέτοια δεν ήταν η δουλειά που είχαμε να κάνουμε εκείνη την ημέρα στο κέντρο; Ή μήπως ήταν κι αυτό μέρος του σχεδίου; Τί όμορφη που αισθανόμουν εκείνη την ημέρα. Σχεδόν αγαπούσα τη μορφή μου. Τόσο που αφηρημένη στην επιστροφή θαυμάζοντας τα σανδάλια μου παραλίγο να βγάλω τα μάτια μου σε κάτι κλαδιά. Ή μήπως τα έβγαλα; Δουλειά του ΙΚΑ δεν ήταν; Ή μήπως ήταν κόλπο, δηλαδή σε ήθελα; Δηλαδή σε ήθελα. Τόσο που καμιά φορά πιστεύω ότι μπορώ να ξεχάσω τα πάντα -και αρχίζω να τα ξεχνάω, πράγμα που αν μου το ‘λεγες τότε δε θα το πίστευα. Ολόκληρο το υγρό συνονθύλευμα των αισθημάτων και των περιοδικών παραισθήσεων, εκτός από το πόσο σε ήθελα. Ναι, στο Κουκάκι. Θα ήθελα να ζήσω εκεί.
Και ποιος είναι μόνος του κάτω από την Ακρόπολη απόψε;
Το ζεύγος έκανε είσοδο στο καφέ με την αρχοντιά της έμφυτης ευγένειας διατυπώνοντας τον ορισμό της γλυκύτητας και του τακτ με μια ερώτηση που ήθελε μάλλον να διερευνήσει το χρόνο που απέμενε ίσαμε τη λήξη του ωραρίου. Εκείνη φινετσάτη, κόκκινα χείλη, με τον αέρα της γυναίκας που φορούσε πάντοτε τακούνια, εκείνος ίδιος ο Γκράουτσο, με το ένα χέρι ελαφρά λυγισμένο προς τα πίσω και το άλλο χαλαρά τυλιγμένο γύρω από τη μέση της κυρίας του. Ανασαίνουν ερωτισμό. Υπάρχει ζωή πριν τον έρωτα; Μετά; Επίσης, ο έρωτας υπάρχει;
Ζευγαράκια ανηφορίζουν την Διονυσίου Αρεοπαγίτου με πιασμένα χέρια, παίρνουν τον κατήφορο της Αποστόλου Παύλου με αργά βήματα, σα να μη θέλουν να φτάσουν στη φασαρία, το αγόρι καθισμένο στο πεζούλι με την πλάτη στο βράχο, το κορίτσι με τον Παρθενώνα φάτσα κοιτάει τη φάτσα του σε απόσταση αναπνοής. Είναι όλοι ευτυχισμένοι; Κατηφορίζοντας σου λέω για τα φωτάκια στο βάθος του ορίζοντα, στο ταψί της Αθήνας, να σκαρφαλώναμε το βράχο να τα δούμε από ψηλά, πάλι δεν πήγαμε στο Λυκαβηττό απόψε, πότε θα πάμε επί τέλους, μου αρέσει αυτή η υγρασία, ανοίγω το πανωφόρι να μπει κρύο -το κρεβάτι σου, το στήθος σου, Χριστέ μου, η φωνή του Νταλάρα- δε βιάζομαι καθόλου, έχω τόσα να σου πω, 12 παρά δε με νοιάζει άμα προλάβω το τρένο, μπορεί να πάρω ταξί ή να περπατήσω ως το σπίτι ή να περπατάω ώσπου να μη νιώθω τα πόδια μου. Έχω τη γεύση των πολλών τσιγάρων στο στόμα μου, την αίσθηση του κομματιασμένου -από τα πολλά τσιγάρα- στόματος, δεν αρθρώνει, μασάει λέξεις, τις καταπίνει ή τις φτύνει, μια αηδία, άμα καπνίζω πολύ ακούω καλύτερα τη φωνή μου, αλλά αυτό συμβαίνει συνήθως όταν δεν έχω τί να πω. Θα σου ‘λεγα για τα αστέρια μα αυτή η πόλη έχει τόσα πολλά φώτα που και στην ξαστεριά ξεχωρίζει μόνο μια θολή ανταύγεια στο απηυδισμένο γκρι. Κολυμπάω στον αέρα, τα φώτα γλείφουν το πλακόστρωτο, θέλω να βγάλω τα παπούτσια μου. Δε βλέπω κανέναν μόνο του, ζευγάρια, αγοροπαρέες, δεν κυκλοφορούν γυναίκες μόνες τη νύχτα στην Αθήνα; παρατηρώ τους ανθρώπους, “ναι, ρε μαλάκα, μόνη της είναι… δεν είναι άσχημη”, στο τραίνο δυο μεθυσμένοι άντρες, εγκαταλείπουν το βαγόνι παραπατώντας, τους κοιτάζω όλο απορία, ο τύπος που κάθεται απέναντί μου με τα ακουστικά του i-pod στ’ αυτιά μου πετάει ένα αυτάρεσκο, χλευαστικό “δεν είναι σε φόρμα φαίνεται”, αναρωτιέμαι αν απευθύνεται σ’ εμένα, τον λυπάμαι που το είπε, σχεδόν ντρέπομαι γι’ αυτόν, δεν καταφέρνω να πω κάτι, να χαμογελάσω υποτυπωδώς, του γνέφω μια στοιχειώδη συγκατάβαση, ίσα που να δείχνει ότι τον άκουσα, ψάχνει στο κινητό του, σιχαίνομαι, η Αθηνά με μαζεύει από το σταθμό και με φιλάει στο μάγουλο χωρίς ποτέ να βρίσκει κόκκαλο. Για καληνύχτα. Όπως παλιά. Σχεδόν.