<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2007

"...να 'ν' του ονείρου του η σκάλα πλατειά..."

Η βιωμένη αγάπη, λέει, μπλοκάρει τους δισταγμούς που σου 'χουν προμηθεύσει τα προηγουμένως σπασμένα σου μουτράκια. Είναι κάτι που σε προφυλάσσει, ας το πούμε έτσι, από τη βάσιμη δειλία του να απαλλοτριωθείς εκ νέου.

Δε θέλω να πεθάνω διαδηλώνοντας για το πόσο αφύσικο είναι να ζεις μόνος μέσα στον κόσμο. Θέλω αυτό το θέμα να λυθεί αισθητά πιο άμεσα.

υ.γ.: είχα στο μυαλό μου χίλιες και μία ιστορίες περί τρυφερότητας. Δε βγήκε καμία. Προσπαθώ να συγκρατήσω το τραμπολίνο της κυκλοθυμίας ανάμεσα στο δεκαπεντάχρονο με τα ολσταράκια και τον περιχαρακωμένο μεσήλικα. Κι έχασα το δαχτυλίδι της Γιάννας.

Πέμπτη, Μαρτίου 29, 2007

"άστρο της αυγής, γιατί άργησες να 'ρθεις;"

Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

"...μες στους ανθρώπινους καθρέφτες, στου τουρισμού την ανοχή.."

Βλέπω το φως του παραλόγου να μπουκάρει από τις γρίλιες του πατζουριού. Από την κορυφή ως το πάτωμα. Μετράω τις χαραμάδες. Αραδιασμένες διαψεύσεις της συμπαγούς μου σκοτεινιάς. Καθεμιά να απαριθμεί και μια εναργή απειλή για τις κατεβασμένες κουρτίνες, όλες μαζί να συγκροτούν το σώμα των εγκαθιδρυμένων μου φόβων, ένα αυτεπάγγελτο υπόμνημα με τις πιο εύγλωττες διατυπώσεις των προς αποφυγήν. Ή το αντίθετο.

Το χθεσινοβραδινό μου όνειρο πλεύριζε πάλι –με δυο εναλλακτικά σενάρια αυτή τη φορά- την καρδιά μου. Το πρώτο απλώς την ήθελε γέμιση ανάμεσα σε δυο φέτες μαύρου ψωμιού για τοστ που ψηνόταν πανέμορφα πάνω σε μια ιδιότυπη τοστιέρα που –άκου τώρα σύμπτωση- έφερνε καταπληκτικά στις γρίλιες του πατζουριού μου, όταν αυτές διηθούν το φως στις δέκα το πρωί που πέφτει όλο πλάγιο κ.λπ. κ.λπ..

Το δεύτερο σενάριο, που ήταν σαφέστατα και το πιο ευφάνταστο, ήθελε την καρδιά μου παραδομένη σ’ ένα κατακόκκινο μπαλόνι γεμάτο ήλιο. Είχε βέβαια πάρα πολύ ήλιο, αλλά, όταν λέω μπαλόνι γεμάτο ήλιο, ελπίζω όλοι να καταλαβαίνουμε ότι μιλάω για το ήλιο και όχι για τον ήλιο. Τουλάχιστον επί του παρόντος. Εκείνο, λοιπόν, το μπαλόνι έταξε στην καρδιά μου να την απαλλάξει από την κηδεμονία του σώματος που της στερούσε το ζωτικό της οξυγόνο, με λίγα λόγια να την πάρει μακριά, να την πάει στα πέρα μέρη –όχι άλλο Σαββόπουλο παρακαλώ- ε, δεν ήθελε και πολύ για να πέσει η δικιά μου, χρόνια στην πρέσσα, κάτι σαν τα κοριτσάκια που στην δεκαετία του ’50 παντρεύονταν άρον άρον για να ξεφύγουν από την πατρική δεσποτεία –άλλο που συνηθέστερα έπεφταν σε άλλου είδους δεσποτεία, ας μείνω εντός θέματος, έλεγα για το όνειρο- την έδεσε το μπαλόνι στο σκοινάκι του και keeping her on a leash –ωραία, περάσαμε από το Σαββόπουλο στον Waits, προκόβουμε καταπληκτικώς- ανοίχτηκαν στον αιθέρα, πάνω από τη θάλασσα. Ήλιος άσπρος –ναι, τώρα λέω για τον ήλιο- να καίει όλα τα χρώματα, το νερό να κολυμπάει στον αέρα, άσπρο κι αυτό, χωρίς καμία διαφάνεια, καυτή υγρασία καμωμένη τη βροχή, μια βροχή διάπυρη, υγρό πυρ, που δεν έπεφτε κατακόρυφα, μονάχα στροβιλιζόταν καθώς υψωνόταν, έπιανε στιγμιαία την κορυφή του θόλου κι, έπειτα, στην αντίστροφη πορεία του, ό, τι κι αν ακουμπούσε τ’ άφηνε άσπρο, έκαιγε τα χρώματα. Έκαψε και το κόκκινο μπαλόνι που, αφ’ ότου έγινε άσπρο, έσπασε πρόθυμα χωρίς να βγάλει άχνα, έκαψε και την καρδιά, μια άσπρη καρδιά που βούτηξε ελεύθερα πάνω από τη θάλασσα. Που όμως δεν ήταν πια πράσινη. Αλλά ούτε και άσπρη. Αφού δεν υπήρχε.


υ.γ.: μου 'δωσε λέξεις το κοριτσάκι εκείνο, λέω -στου τουρισμού την ανοχή- να τα περιορίσω τα παιχνιδάκια, μεγάλα παιδάκια είμαστε, ναι;

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

"i just wanna be a woman"

Σκεπτόμουν αυτή τη μικρή κουβέντα που κάναμε, που σου λεγά πόσο θα θελα να ζω χωρίς καθόλου να προεξέχω από τους ανθρώπους και μ' έλεγες χωρίς δεύτερη σκέψη ψώνιο. Κι όμως εκείνα μου με κάνουν δυστυχή είναι αυτά που με ξε-χωρίζουν από τους άλλους.
Δεν είναι θέμα σύγκρισης ή κατάταξης.

i just wanna be a woman.
Και αυτή τη στιγμή δε νιώθω καμία ευθύνη για τις λέξεις που δείχνουν να έχουν απωλέσει το πρωταρχικό τους νόημα.
i just wanna be a woman.
Το λέει ξεκάθαρα.
Το λέω ξεκάθαρα.

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2007

"...cause it's all i wanna be is all woman..."

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2007

"τί έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε..."

Το αφεντικό πρόσταξε κι εγώ υπακούω, ωσάν ταπεινή υπαλληλίσκος. Εκπέμπουμε μεσάνυχτα Κυριακής από το σπίτι του αγοριού απέναντι, που μας παραχώρησε ευγενικότατα, σχεδόν ιπποτικά, ένα ολόκληρο δίωρο. Το πρώτο δίωρο της εβδομάδας η τσάρκα, το τρένο παίρνει μαζί του απαραιτήτως -απ' όσο ξέρω- το winamp, για λοιπές πληροφορίες, τί είναι γουίναμπ, τί είναι το μπαντούκ, τί χρώμα είναι η μαύρη τρύπα κ.δ.σ. απευθυνθείτε εντός, θα προωθηθείτε πάραυτα.

Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2007

Baumstrasse


ΚΛΕΙΝΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ
ποίηση-μουσική: Βασίλης Ματζούκης


Τα πράγματα περνούν από μέσα μας
Με μαύρες γραμμές
Κι ένα μόνιμο βόμβο
Περνούν με μαύρες γραμμές
Από μέσα μας

Ήσυχα ήσυχα κλείνει ο τόπος
Με μαύρες γραμμές
Πίσω μας ήσυχα κλείνει
Με μαύρες γραμμές
Ο τόπος

Όμορφα υπήρχα σ'ένα σκαμνί ως άλλος που δεν
ποθούσε να υπήρχε ως άλλος που δεν ποθούσε
να μην υπήρχε
ως άλλος που δεν ποθούσε.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΤΖΟΥΚΗΣ/TAPES, SAMPLES

ΜΑΡΘΑ ΦΡΙΤΖΗΛΑ/ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ "ΔΑΜΑΡΕΩΣ 16"


υ.γ.:παρουσιάζω με χαρά και συγκίνηση, σχεδόν υπερηφάνεια, σα να 'ταν δικό μου,είναι και δικό μου με μία έννοια, είναι, έτσι το νιώθω.

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

"...η αδειανή κάμαρά μου, ένα τραίνο που θα'ρχεται..."

Στο μεταξύ πολλές φορές μου φαίνεται
πως είναι πιο καλά να κοιμηθείς παρά να βρίσκεσαι έτσι χωρίς σύντροφο
και να επιμένεις τόσο. Και τί να κάνεις μέσα στην αναμονή,
και τί να πεις;
Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τί χρειάζουνται σ' ένα μικρόψυχο καιρό;


Friedrich Hölderlin, "Άρτος και Οίνος", VII

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007

"... και παραγγέλνω κονιάκ για δύο..."

She’s addicted to nicotine patches.
Το Κουκάκι. Ο σταθμός εκκίνησης του Τάλγκο. Σα να λέμε το ΝΕΟΝ στην Ομόνοια λίγο προτού τη μεγάλη του ανακαίνιση. Ή, καλύτερα, το ασανσέρ του παραρτήματος του ΙΚΑ στην Ομόνοια. Τέτοια δεν ήταν η δουλειά που είχαμε να κάνουμε εκείνη την ημέρα στο κέντρο; Ή μήπως ήταν κι αυτό μέρος του σχεδίου; Τί όμορφη που αισθανόμουν εκείνη την ημέρα. Σχεδόν αγαπούσα τη μορφή μου. Τόσο που αφηρημένη στην επιστροφή θαυμάζοντας τα σανδάλια μου παραλίγο να βγάλω τα μάτια μου σε κάτι κλαδιά. Ή μήπως τα έβγαλα; Δουλειά του ΙΚΑ δεν ήταν; Ή μήπως ήταν κόλπο, δηλαδή σε ήθελα; Δηλαδή σε ήθελα. Τόσο που καμιά φορά πιστεύω ότι μπορώ να ξεχάσω τα πάντα -και αρχίζω να τα ξεχνάω, πράγμα που αν μου το ‘λεγες τότε δε θα το πίστευα. Ολόκληρο το υγρό συνονθύλευμα των αισθημάτων και των περιοδικών παραισθήσεων, εκτός από το πόσο σε ήθελα. Ναι, στο Κουκάκι. Θα ήθελα να ζήσω εκεί.
Και ποιος είναι μόνος του κάτω από την Ακρόπολη απόψε;
Το ζεύγος έκανε είσοδο στο καφέ με την αρχοντιά της έμφυτης ευγένειας διατυπώνοντας τον ορισμό της γλυκύτητας και του τακτ με μια ερώτηση που ήθελε μάλλον να διερευνήσει το χρόνο που απέμενε ίσαμε τη λήξη του ωραρίου. Εκείνη φινετσάτη, κόκκινα χείλη, με τον αέρα της γυναίκας που φορούσε πάντοτε τακούνια, εκείνος ίδιος ο Γκράουτσο, με το ένα χέρι ελαφρά λυγισμένο προς τα πίσω και το άλλο χαλαρά τυλιγμένο γύρω από τη μέση της κυρίας του. Ανασαίνουν ερωτισμό. Υπάρχει ζωή πριν τον έρωτα; Μετά; Επίσης, ο έρωτας υπάρχει;
Ζευγαράκια ανηφορίζουν την Διονυσίου Αρεοπαγίτου με πιασμένα χέρια, παίρνουν τον κατήφορο της Αποστόλου Παύλου με αργά βήματα, σα να μη θέλουν να φτάσουν στη φασαρία, το αγόρι καθισμένο στο πεζούλι με την πλάτη στο βράχο, το κορίτσι με τον Παρθενώνα φάτσα κοιτάει τη φάτσα του σε απόσταση αναπνοής. Είναι όλοι ευτυχισμένοι; Κατηφορίζοντας σου λέω για τα φωτάκια στο βάθος του ορίζοντα, στο ταψί της Αθήνας, να σκαρφαλώναμε το βράχο να τα δούμε από ψηλά, πάλι δεν πήγαμε στο Λυκαβηττό απόψε, πότε θα πάμε επί τέλους, μου αρέσει αυτή η υγρασία, ανοίγω το πανωφόρι να μπει κρύο -το κρεβάτι σου, το στήθος σου, Χριστέ μου, η φωνή του Νταλάρα- δε βιάζομαι καθόλου, έχω τόσα να σου πω, 12 παρά δε με νοιάζει άμα προλάβω το τρένο, μπορεί να πάρω ταξί ή να περπατήσω ως το σπίτι ή να περπατάω ώσπου να μη νιώθω τα πόδια μου. Έχω τη γεύση των πολλών τσιγάρων στο στόμα μου, την αίσθηση του κομματιασμένου -από τα πολλά τσιγάρα- στόματος, δεν αρθρώνει, μασάει λέξεις, τις καταπίνει ή τις φτύνει, μια αηδία, άμα καπνίζω πολύ ακούω καλύτερα τη φωνή μου, αλλά αυτό συμβαίνει συνήθως όταν δεν έχω τί να πω. Θα σου ‘λεγα για τα αστέρια μα αυτή η πόλη έχει τόσα πολλά φώτα που και στην ξαστεριά ξεχωρίζει μόνο μια θολή ανταύγεια στο απηυδισμένο γκρι. Κολυμπάω στον αέρα, τα φώτα γλείφουν το πλακόστρωτο, θέλω να βγάλω τα παπούτσια μου. Δε βλέπω κανέναν μόνο του, ζευγάρια, αγοροπαρέες, δεν κυκλοφορούν γυναίκες μόνες τη νύχτα στην Αθήνα; παρατηρώ τους ανθρώπους, “ναι, ρε μαλάκα, μόνη της είναι… δεν είναι άσχημη”, στο τραίνο δυο μεθυσμένοι άντρες, εγκαταλείπουν το βαγόνι παραπατώντας, τους κοιτάζω όλο απορία, ο τύπος που κάθεται απέναντί μου με τα ακουστικά του i-pod στ’ αυτιά μου πετάει ένα αυτάρεσκο, χλευαστικό “δεν είναι σε φόρμα φαίνεται”, αναρωτιέμαι αν απευθύνεται σ’ εμένα, τον λυπάμαι που το είπε, σχεδόν ντρέπομαι γι’ αυτόν, δεν καταφέρνω να πω κάτι, να χαμογελάσω υποτυπωδώς, του γνέφω μια στοιχειώδη συγκατάβαση, ίσα που να δείχνει ότι τον άκουσα, ψάχνει στο κινητό του, σιχαίνομαι, η Αθηνά με μαζεύει από το σταθμό και με φιλάει στο μάγουλο χωρίς ποτέ να βρίσκει κόκκαλο. Για καληνύχτα. Όπως παλιά. Σχεδόν.

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007

"6:58 are you sure where my spark is?"

Άμα πίνω μου φαίνεται γίνομαι το παιδί που δεν κάνακεψαν ποτέ.

υ.γ.: she's afraid of the light in the dark

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

"...like those who curse their luck in too many places ..."



Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007

"...ίσως στις δέκα..."

Αυτή η μνήμη είναι δική μου ή κλεμμένη; Από το παρελθόν ή το μέλλον; Να γλύφω τα μάτια, τα βλέφαρα, τα δάκρυα, τη σκουριά στα τσίνορα. Όπως τις πληγές τα σκυλιά. Ο ύπνος μου είναι σχιζοφρενικός και ανούσιος. Παρατεταμένα διαστήματα λήθαργου κι έπειτα ατέλειωτες στιγμές πανικού χωρίς προοπτική αναπαμού. Αυτή η λέξη ηχεί στ’ αυτιά μου σαν κύμα που χτυπάει με δύναμη στους βράχους, για μια στιγμή έχει μηδενική ταχύτητα στον αέρα κι έπειτα ανασυνθέτει πρόθυμα, σχεδόν ταπεινωμένα την υγρή του φύση. Μια λούπα από βιολί ή βιόλα ή τσέλο…ιδέα δεν έχω ˙ η σοφία της αρχέγονης ηρεμίας σε μορφή εγχόρδου, υποκειμένου οπωσδήποτε πάντως σε δοξάρι. Παραδίδεται ελεύθερο και ηχεί σοφά και καλλίφωνα. Αυτή η μνήμη είναι δική μου ή κλεμμένη; Από το παρελθόν ή το μέλλον;