Με μαύρες λεπτές κάλτσες, ασπρόμαυρη καρώ φούστα και μαύρο βε πουλόβερ με φόντο χλωμό από αυπνία ταίριαζε κόκκινο στα χείλη. Δεν προέκυψε. Μόνον ένα πεθαμένο, μάλλον αταίριαστο κοραλί.
Γράψε λάθος. Δεν ακούουν όλοι οι ταξιτζήδες τα χαράματα Καζαντζίδη, ακούει κι ένας στους τόσους Μαζωνάκη.
Η Αθήνα τη νύχτα σου θυμίζει ότι ζεις. Είναι η ίδια ακριβώς πόλη που την ημέρα σε κάνει να αναρωτιέσαι αν στ' αλήθεια ζεις .Τις τελευταίες νύχτες έτυχε να παρατηρήσω τον ουρανό της. Φωτεινός. Αναπάντεχα. Άσπρα σύννεφα ανακλούν τα φώτα αυτού του θεάτρου.
Και το θερμόμετρο στο ταξί δείχνει 18 βαθμούς. Επιτέλους. Καιρός καλός για να κρυφτούμε.
"τί έμαθε ο καθένας μας από τις απώλειές του..."
Τα περισσότερα από τα βιβλία που αγάπησα και δεν μπόρεσα ούτε για λίγο να αφήσω άλλον να απλώσει χέρι πάνω τους, προτού τα κάμω δικά μου, ήταν εκείνα που μου χαρίστηκαν. Και μάλιστα από χέρια με τόση αγάπη.
Αλλά μ'αυτό εδώ δε θα ξεμπερδέψουμε τόσο εύκολα.
Σχέση πάθους, έντονη...άγρια...με γυροφέρνει και το γυροφέρνω, πόλεμος, οξύς εσωτερικός βρασμός, οικειοθελής βιασμός των προσωπικών στεγανών, φορτίο ασκεί εσωτερική πίεση που σωρεύεται στις φλέβες των μελών, στο στομάχι. Η ζωή από μέσα.
Κάπου στη σελίδα 129 καταφέρνεις να χτυπήσεις με βία τη σιωπή μ' ένα φωναχτό κλάμμα, μα ο κόμπος δε λύνεται.
Δεν μπορώ τίποτε άλλο να πω. Με κατατρώει. Ακόμα. Τωρα.
Ίσως άλλη ώρα να αξιωθώ.
υ.γ.: Αργύρη, ευχαριστώ.
...θέλω να πιω όλο το Βόσπορο...
Σήμερα στις εννιά που θα μπω στο τραίνο να κατέβω προς τα νότια, θα ήθελα να κατέβω δυο στάσεις παρακάτω και να ρθω να σε βρω.
Ήθελα να με περιμένεις στο Φάληρο κι από κει να πάμε παραλία παραλία κι ας έχει ψυχρούλα.
Γλυκιά και γόνιμη.
Να, τώρα είμαι στο τσακ, να σου τηλεφωνήσω και να σου πω πως θα σε περιμένω εκεί πέρα, γι'αυτό να μη φύγεις, θα σε περιμένω.
Να πιούμε. Κι έπειτα να με γυρίσεις σπίτι.
Θα με γυρίσεις σπίτι?
...για να μη γίνεις σύννεφο..
Βάρκα μου μπογιατισμένη
(Κάλυμνος)
Τί να τα πω τα μάτια μου
τα κακομαθημένα
βάρκα μου μπογιατισμένη
στα καπώνια κρεμασμένη
όποτε κι α σε θυμηθώ
να μένουν δακρυσμένα
θάλασσα βαρεί στην άμμο
σ'αγαπώ μα τί να κάμω
...έχω έναν καφενέ που ακούει όλο τα ίδια…
κλαυθυμία σε λα ελάσσονα,
γιγαντωμένη δυσκινησία,
ασυμβατότητα παρελθόντος- παρόντος...
μέλλον..?
καύσων.
ξεμπροστιάσματα
έξω από παλτά που έμειναν παρατημένα
σε ντουλάπες με τελειωμένη βαπόνα.
άνθρωποι που σου ανακοινώνουν αδιάφορα
πως είσαι ελεύθερος πάντα να φεύγεις,
πως δε θα σε εμποδίσει κανείς.
μικρές ιστορίες καθημερινής τρέλας.. ή … είμαι η κατσίκα η γκρινιάρα…
...ή πικρές σκέψεις για την αναγκαιότητα του έρωτος...
Τι στο καλό μας φταίει και κατόπιν αβίαστης ή και καθ’ όλα βεβιασμένης παραδοχής ότι ο έρως είναι γεννημένος μαζί ή και πριν ακόμη από τον κόσμο παραδινόμαστε άνευ όρων στη μασκαρεμένη αυθεντία του?
Γιατί είναι τόσο πολύ αναγκαίο να αφήνουμε τις ζωές μας, που στο κάτω κάτω δε μας ανήκουν κιόλας, στα χαλασμένα φρένα αυτού του μυστήριου τραίνου, που ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει, πράγμα που κανείς δεν εγγυάται με βεβαιότητα, δεν ξέρουμε ούτε στο περίπου από πού κρατάει η σκούφια του και σε τι χρησιμεύει…?
Η κίνηση, λέει, προς το συν- άνθρωπο δεν πρέπει να είναι ευθεία, αλλά τεθλασμένη, προς τα πάνω και πάλι σ’ εκείνον που έχεις αντίκρυ.
Όταν όλα είναι καθαρά, ποιος χρειάζεται έναν μικρό, εγωιστή κι αιμοσταγή θεό…?
..μια κούκλα από χαρτί...
Σήμερα δεν είχα πού να μιλήσω.
Είπα να σηκώσω το τηλέφωνο. Το σήκωσα.
Είπα να χαμηλώσω τα μούτρα, να καθρεφτίσω πάνω τους τη θλίψη, να'ρθει κάποιος να μου πει έναν καλό λόγο. Δεν ήρθε.
Ζήτησα τη ζεστασιά του σπιτιού.Δεν τη βρήκα. Δε μίλησα.
Μεγάλωσαν κι άλλο όλα μέσα μου, μεγάλωσαν μπλεγμένα, καθώς ήσαν, να μ'αποδείξουν πως πάντα μπορούν κι άλλο να μπλεχτούν, πως πάντα μπορούν κι άλλο να μεγαλώνουν εις βάρος σου , εφ' όσον τους το επιτρέπεις.
Καμμιά κίνηση. Από μέσα είτε απ' έξω.
Σύμβαση αορίστου χρόνου με το μαύρο.
τότε τί κρίμα...!
Νερό η ατμόσφαιρα, κολυμπάς στον αέρα, αναπνέεις το νερό.
Κάτι ταλαίπωροι άνθρωποι,
αχάριστοι από αδράνεια και συγκυρία,
κενοί από όνειρα και φιλοδοξίες,
που δε βλέπουν ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο κανένα άλλο χρώμα από το γκρίζο,
υπογράφουν σύμβαση να μη χωρέσουν ποτέ πουθενά.
Σταμάτησα να σκέφτομαι για το νόημα της ζωής και για όσα πόθησα
για να πω τον εξευτελισμό της κι εκείνα που μου έλειψαν.
"... άρρωστο ζώο, άδολη θλίψη.."
Αισθάνομαι γριά.
Γριά και άσχημη.
Κενή και βρώμικη.
Ένας φίλος βρίσκεται σε μεγάλο ζόρι και δεν μπορώ καν να ρωτήσω.
Ξέρω όλες τις απαντήσεις που θα μου δώσει, τις έχω έτοιμες προτού τον ρωτήσω.
Και δε ρωτάω.
Έχω όλες τις απαντήσεις των ξεπουλημένων σε τοκογλύφους εαυτών που δεν ενδιαφέρονται να επιστρέψουν στα χέρια των ιδιοκτητών τους.
Αν μπορούσα να με ξεπουλήσω, θα το είχα κάνει τόσες πολλές φορές που τώρα θα ήμουν πλούσια.
Όταν πιάνεις πάτο υπάρχουν δύο εναλλακτικές:
είτε κάτι σε επαναφέρει στην επιφάνεια
είτε κάποιο φορτίο σε βαστάει στο βυθό.
Σωστό το πρώτο, συχνό το δεύτερο.
Ο ανθρώπινος πόνος σου με περέλυσε.
Τόσο που δεν μπορώ να σε βγάλω να πάρεις αέρα.
Με πονάς τώρα που πονάς.
Κι όταν θα πάψεις να πονάς,
πάλι θα με πονάς,
καθώς θα μετράς τα νεκρωμένα από έλλειψη οξυγόνου κύτταρά σου.