"..έχω το νου μου στις σκιές, τις πόρτες μου κλειστές..."
Οι Γενάρηδες είναι η επί τόπου στροφή στα πρακτορεία στον Κηφισό και οι αποβάθρες στο σταθμό Λαρίσης. Αλλά δε θα μπορούσαν να είναι μόνο αυτό. Γιατί τότε τί θα ήταν όλοι οι ξεψυχισμένοι από προσδοκίες Αύγουστοι…;
Βρίσκεσαι κάπου ανάμεσα σ’ εμένα και την ουρά μου που κυνηγάω μανιωδώς. Άμα σε χάσεις και με βρεις, να ξέρεις πού να ψάχνεις: εκεί που σε προσπερνάω από δειλία, ενώ με σπρώχνεις να πιάσω την ουρά μου. Δεν ξέρω τί μπορεί να σπέρνει τόσο βαθειά μου την επιθυμία να με καταλάβει κάποιος που δεν ξέρω, ποιου είδους ανασφάλεια φιλοδοξεί να ταΐσει ένα τέτοιο βάσανο, τί λογής ανάγκη μένει ακάλυπτη από τον ίδιο τον ορισμό της. Ποια κοριτσίστικη ελπίδα αποφυλακίστηκε για να εθελοτυφλεί ελεύθερα;
New year’s revolution: να πάψω τη δειλία μου. Και δειλός και κριός είναι οξύμωρο, κοπελιά. Κάποιο από τα δύο πρέπει να πάψει…κι επειδή γεννήθηκα Απρίλη ψεύτη…
Κυνηγάω την ουρά μου λέμε. Όχι τη σκιά μου, την ουρά μου. Λιγότερο λυρικό, περισσότερο δραματικό και αρκούντως κυνικό. Δηλαδή στα μέτρα μας. Οι μεγάλες κουβέντες στα στόματα μικρών ανθρώπων μου φέρνουν αναγούλα.
Η φύση των ανθρώπων να ανατρέπουν τον κόσμο τους ανά πάσα στιγμή και να επαναπροσδιορίζουν με ανατριχιάζει. Κάτι σε διαρκή ξενητειά μου κάνει.
Να δεις που θ’ αλλάξει ο καιρός.
"έμεινα μόνη και κατάλαβα πόσα μηνύματα δεν τα 'λαβα.."
Γυρεύω εδώ και καιρό εκείνο το τραγούδι που άκουσα εκείνη την ημέρα, που από τότε το ψάχνω και που το έλεγε η Μελίνα Κανά και που πάνω κάτω διατεινόταν πως "με σημαδεύει από μακριά η Μοίρα που την φλερτάρω μια ζωή μα μία βόλτα δεν την πήγα..."...
Πόσο μεγάλα μέσα να βάλω πια; Ούτε καν οTaf μου έλυσε τα χέρια...
Μα τί να κάνω πλέον?Πόσο πιο ψηλά να αποταθώ...?
Αργύρη, μη χαμογελάς και μη μου σηκώνεις το φρύδι, δεν ξαναπαίρνω εκεί που ξέρεις...
"Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη."
Το κορίτσι με τους μαύρους κύκλους κάθε νύχτα πολεμούσε με το πάπλωμά του και κάθε πρωί έχανε τη μάχη με τα βλέφαρα που δεν ξεκολλούσαν απ'τη σκουριά.
Τα μεσημέρια που άνοιγε τα πατζούρια και έλεγε καλημέρα, οι γειτόνισσες που ετοίμαζαν το φαί και περίμεναν τα παιδιά να γυρίσουν απ’ το σχολείο την κοιτούσαν με μισό μάτι. Εκείνη όμως μετά από τόσα χρόνια ήταν ακόμη παιδί και παιδιά δεν είχε. Είχε ένα βράδυ σκεφτεί να κλέψει ένα μικρό μωρό από εκείνον τον άντρα που κοιμότανε πλάι της, αλλά αυτός ξύπνησε και της ζήτησε αντάλλαγμα το κεφαλομάντηλό της! Εκείνη σφράγισε τα χείλη με αποτροπιασμό και γενναιότητα, σα να ‘χε μόλις δοκιμάσει σοκολατάκι με αλκοολική γέμιση που της βίασε τον ουρανίσκο κι έτσι έφυγε, χωρίς κουβέντα και χωρίς παιδί. Είχε λογαριάσει πως θα έπαιρνε το παιδί και θα παίρνανε αγκαλιά τα βουνά, αλλά δεν τα ‘φερε έτσι ο καιρός. Αργότερα, όταν σ’ ένα της όνειρο κάποιος της είπε ότι δεν κάτεχε να ζει δίχως θάλασσα,πολύ χάρηκε γι’ αυτό . Πολύ αργότερα κάποιος στον ξύπνιο της, για να την εκδικηθεί που ήταν ακόμη παιδί, της πέταξε στα μούτρα ότι πουθενά δε θα μπορούσε να πάει, αν δεν είχε τίποτα δικό της στα χέρια.Χωρίς ναύλα? Πού να πάει? Το μάλλινο το πάπλωμα, το προικιό της γιαγιάς δε μετρούσε. Το ‘ξεραν όλοι αυτό.
Για τον καιρό όμως, γι’ αυτόν τον άνεμο, κανείς δεν ήξερε τίποτα, όσο κι αν ρώτησε.
τί μαλακίες είπα..
Από τα χαστούκια και τον πόνο,
αντί να μάθω να φυλάγομαι,
έμαθα να ανταποδίδω οδύνη και να μοιράζω χτυπήματα.
2 σε 1. Φόνος και αυτοκτονία.
Τί μαλακίες είπα..
"...να 'ταν η ματιά μου δίκοπο μαχαίρι..."
Με γυροφέρνει θάνατος. Χωρίς καμμία διάσταση φόβου (ακόμη), καθώς δύσκολα θα φοβόμουν από εδώ που είμαι κάτι τόσο βέβαιο, περισσότερο μάλλον μέσα από το σύννεφο των ανοιχτών λογαριασμών που με βαραίνουν. Ξέρω καλά πως όταν φεύγεις το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι αλυσίδες στα πόδια. Το δοκίμασα, δε φτάνεις σε αρχή με βάρος στα πόδια και την καρδιά.
Προχθές ένιωσα πώς βγήκε η φράση «με την ψυχή στο στόμα». Είναι οι μηχανικές διαταραχές που στέλνει η καρδιά όταν πάλλεται με βία και σε βάζει στην παγίδα να πιστέψεις ότι θα ξεράσεις την ψυχή σου. Το σώμα τραντάζεται, το κεφάλι γυρνάει, ο κόσμος γυρνάει, αλλά, δεν πά’ να γυρνάει, δεν πρόκειται να την ξεράσεις ποτέ.
Χθες βράδυ πήρα να κλαίω με όλους εκείνους που θα με θρηνούσαν αν πέθαινα τώρα. Με καθέναν χωριστά, όχι όλους μαζί. Σα να ‘ταν όλοι μαζί σε μια κηδεία, καθένας μόνος. Οι κηδείες είναι ολοζώντανες περιοχές του χρόνου. Σαν τη σκοπιά στο στρατό το φαντάζομαι, αλλά σε ολότελα διαφορετικές διαστάσεις. Η αποφώνηση της ζωής με γλυκές προσφωνήσεις που δε φτάνουν να ράνουν την επισκόπηση του βίου. Το μέτρημα του χρόνου και η σιωπή. Τα ελλείμματα και οι απουσίες.
Μου χίμηξε ένα τσαμπουκαλεμένο παράπονο που χώθηκε μέσα μου και δε βρήκε έξοδο και ούτε μπόρεσα να το εκλογικεύσω. «Να ‘ταν η ματιά μου δίκοπο μαχαίρι…»… να πληγώσω ποιον; Να χαράξω τι..; Καμία διάθεση εκδίκησης. Όλοι οι ανέκφραστοι θυμοί σε καταστολή. Ήθελα όμως. Δίκοπο μαχαίρι. Ήθελα. Άμα χρειαστεί, να ξέρω ότι θα κόβει.
Εκείνο το βράδυ ένιωσα σαν πουτάνα. Την πηδάνε, την πληρώνουν και, στο τέλος, προτού φύγουν, πατάνε και μία εκ βαθέων εξομολόγηση του καημού τους (για τη γυναίκα τους, για τον έρωτα της ζωής τους, για τη μάνα τους κλπ κλπ) και την ακουμπάνε στο κρεβάτι δίπλα στο χρήμα. Έτσι για να γουστάρει, για να μη λέει ότι έχουν οι φίλες της κι αυτή δεν έχει. Και φεύγουν. Γι ’αυτό σου λέω… η τελική σου προσφώνηση είναι παντελώς άσκοπη. Εγώ δε θα την ακούσω, εσύ δε θα την εννοείς, το πολύ πολύ να την ακούσει κάποιο κοριτσάκι και να κλάψει. Κι όταν μεγαλώσει να γνωρίσει κάποιον που όταν πεθάνει θα την προσφωνήσει με τον ίδιο τρόπο. Και θα είναι παντελώς άσκοπο. Αυτή δε θα την ακούσει, αυτός δε θα την εννοεί, το πολύ πολύ να την ακούσει κάποιο κοριτσάκι και να κλάψει. Κι όταν μεγαλώσει θα γνωρίσει κάποιον που όταν πεθάνει θα την προσφωνήσει με τον ίδιο τρόπο. Και θα είναι παντελώς άσκοπο. Αυτή δε θα την ακούσει, αυτός δε θα την εννοεί, το πολύ πολύ να την ακούσει κάποιο κοριτσάκι και να κλάψει. Κι όταν μεγαλώσει θα γνωρίσει κάποιον που όταν πεθάνει θα την προσφωνήσει με τον ίδιο τρόπο. Και θα είναι παντελώς άσκοπο…
Γι’ αυτό την ήθελα εκείνη τη δίκοπη ματιά…
Η τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει στ’ αλήθεια ήταν η πρώτη φορά που κάπνισα μπροστά σου. Silk cut. Μωβ. Εσύ camel. Άφιλτρα. Γιατί γελούσες; Δεν κατάλαβα ποτέ. Το φλιτζανάκι με τον μέτριο στο γραφείο ήταν πράσινο. Τώρα ακούω εκείνο το τραγουδάκι που έγραψε ο Οδυσσέας και μου είχε φανεί στην αρχή αδιάφορο. Καμιά φορά μπορείς να νομίσεις ότι τα τραγουδάκια είναι κομματάκια από αλήθεια. Έτσι την πατάς και λες θα γυρίσω πίσω για ένα ακόμη τσιγάρο. Μαλακία. Η ζωή δεν είναι τραγουδάκια.
Στη μαύρη πέννα το μελάνι πολυκαιρισμένο ξεράθηκε, δεν αφήνει τίποτα πάνω στο χαρτί. Δεν θυμάμαι, την τελευταία φορά να ήταν μαύρο ή μπλε νουάρ; Σου χα πει μην ξαναγράψεις με μαύρο, δεν ήθελα τίποτα να πενθήσεις πια.
Δε νομίζω πως υπάρχει περίπτωση να αντιμετωπίσω ποτέ πλέον λογικά το παραμικρό. Καμμία συλλογιστική διαδικασία. Δε γίνεται, βρε πουλάκι μου, να αντιμετωπίζεις τις συγκολλήσεις συναισθηματικά, δεν έχει νόημα. Προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που το έκαμα. Blank. Επιλεκτική αμνησία. Λόγω περιττών συναισθηματισμών, αν το ξεκαθάρισμα είχε γίνει λογικά όλα θα ήσαν απλά περίφημα…
Μην παραφυλάς πόσο θα χασκογελάω για να καταλάβεις αν έχω πιει. Όταν βάλω τα κλάμματα, θα το καταλάβεις.
"... πάλι τίποτα..."
Πιάνω με τα δάχτυλά όλες αυτές τις λέξεις να τις στραγγίξω, να τις στεγνώσω μα δε βγαίνει σταγόνα.
Αυτές οι απλές κουβεντούλες έτσι ειπωμένες, πηγές πολλαπλών διαταραχών στο εσωτερικό μου, πού τη βρίσκουν όλη αυτή την ενέργεια που απελευθερώνουν σπέρνοντας τον πανικό στους μηχανισμούς της ζωής και τρέποντάς τους εις άτακτον φυγή…;
Αυτό το πιανάκι σκαλίζει μέσα μου σαδιστικά όπως η λαβίδα του οδοντιάτρου τον πονεμένο ανθρωπάκο.
Ο γιατρός είπε πως η ουλή μου δεν έκλεισε καλά, έκλεισε λάθος, δε θα κλείσει…κάτι τέτοιο, δεν κατάλαβα. Είναι, λέει, γονιδιακό, βιάζεται δηλαδή να κλείσει από πολλές μπάντες και τελικά τί κάνει;...μια τρύπα στο νερό, αυτό κάνει.
Αυτό το δισκάκι έφτασε στα χέρια μου από το πουθενά. Όλες τις φορές που το χάρισα, αν τις πολλαπλασιάσεις με κάτι πολύ μεγάλο, που θα είναι ο αβέβαιος παράγοντας, θα βρεις ένα αποτέλεσμα που θα απειρίζεται οπωσδήποτε και θα δείχνει τι πήρα πίσω στην τελική.
Πάλι ξύπνησα…ρε γαμώτο.