<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d6653848\x26blogName\x3dLes+soucis+graves\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://lessoucisgraves.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://lessoucisgraves.blogspot.com/\x26vt\x3d-8907436917196501843', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2005

"Φύλλο δεν κουνιέται."

Απόψε κάποιος σουλατσάρει στο ταβάνι.
Τα λόγια πέφτουν στο πάτωμα. Δε λαμβάνει κανείς.
Όλοι μόνο τα μοιράζουν από ‘δω κι από ‘κει. Τί περίεργο, στην πραγματική ζωή των αληθινών πράξεων συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: όλοι παίρνουν χωρίς διάθεση να δώσουν.

Τί δεν ακούω πάλι, Παναγία μου…. ;

Κυριακή, Αυγούστου 28, 2005

«και δεν το λέω καν ποιητικά…»

Σκεφτόμουν εκείνη τη σκηνή που τινάζεις το χώμα από τις ρίζες σου σαν έτοιμος από καιρό να μεταφυτευτείς σε άλλο τόπο. Όσα δείχνονται αναγκαία, κι ας μην αποδείχνονται τέτοια άμεσα, ρουφάνε κόπο. Τα μισά αφήνουν τιποτένια απομεινάρια στο δρόμο με μνημόσυνα χαμένης ζωής, τ’ άλλα σε παιδεύουν ώσπου να τα τελειώσεις, δηλαδή για πάντα.
Δεν είμαι και πολύ σίγουρη για την αναλογία των μεν προς τα δε αλλά δεν έχει σημασία.

Βλέπω ανθρώπους μου να πνίγονται μες στους τύπους τους και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα και δε λέω κουβέντα. Και δε λέω τίποτα αλλά νιώθω μια βαθειά συμπόνια να με βαραίνει και μια βαριά, δύσθυμη σιωπή να βαθαίνει μέσα μου. Η πρώτη με ελευθερώνει για να με φυλακίσει η δεύτερη. Βλέπεις, έχω κι εγώ τους δικούς μου τύπους και τις δικές μου παρατυπίες. Κι είναι άλλα που έβαλα στοίχημα να αγνοήσω κι άλλα να αγκαλιάσω.

Γι’ αυτό, αν πιστεύεις στ’ αλήθεια πως δε λερώνω τα χέρια μου, έλα να μου γλύψεις τα δάχτυλα, μαλάκα.

Τετάρτη, Αυγούστου 24, 2005

«ώρες μου χρωματιστές, σφιγμένες οι γροθιές…»

Είμαι στριμωγμένη στη γωνία του Αυγούστου με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάν να κλείσουν όλον αυτόν τον τεράστιο κόσμο.
Που είναι πολύ μεγαλύτερος από το μικρόκοσμο των προσωπικών μου θυμισμάτων και το νεαρό μου σώμα των αναιδών τολμημάτων.
Το φεγγαράκι τρώγεται και τα φώτα στη μαρίνα της Φρεαττύδας είναι κατακίτρινα. «Ανάσα ωκεανού». Ανάσα.
Κάθομαι πίσω, κλείνω τις εξόδους και πληρώνομαι. Κλείνω μάτια, αναπνέω και γεμίζω. Αγάπη. Θα μου πεις τώρα ότι αυθυποβάλλομαι. Εσύ μιλάς για σχήματα κι εγώ για μεγέθη. Και δε γίνεται η σούμα. Δεν πειράζει, δε θα παίξουμε. Τράβα πνίξου μέσα στη γυάλα με την αγάπη. Στο λέω όσο πιο σκληρά μπορώ. Όχι για να συνεννοηθούμε, για να ζήσουμε. Καθένας τη ζωή που του δώσανε.
Καμιά γεωγραφία δε βασανίζει τώρα το μυαλό μου.
Βαθιά εισπνοή. Σε λίγο θα σταθώ όρθια και θα προσπαθώ να τα αγαπάω όλα. Να ξυπνάω στη σωστή μου διάσταση, να σιωπώ στη σωστή μου διάσταση, να σε αγαπάω στη σωστή μου διάσταση.

Να αγαπάω.
You know…?
Μην απαντάς σ’ εμένα, σ’ εσένα πες το.
Κι εγώ σ' εμένα το λέω.

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2005

"and over the roses are frightened to bloom..."

Μόνη στο σπίτι με κεφάλι. Με τις κατσαρόλες στραγγισμένες να γυαλίζουν. Έτριψα όλες τις κατσαρόλες με κεφάλι. Έπεσα για ύπνο με κεφάλι και σηκώθηκα ζόμπι. Μαυροδάφνη. Όση μου χρειαζόταν. Άδειασα μέσα σε μια βδομάδα. Τόσο ακριβώς χρειαζόταν. Lonarid.
Στον καναπέ, με τη νυχτικιά, με τα πόδια λυγισμένα στο πλάι, με το κεφάλι στηριγμένο στα χέρια, μ’ ένα βιβλίο στα γόνατα που ο τίτλος του θυμίζει μεσήλικη γυναίκα σε φάση εγκατάλειψης. Κλισέ, ε? Ε, έτσι είναι η ζωή, κλισέ, λυπάμαι που σου πηδάω τη φαντασίωση, αλλά δεν έχω κουράγιο να με ξανακούσω να προσπαθώ να γελάσω. Ξένο κεφάλι. Καφές. Μια, δυο, τρεις κουταλιές… Δε μ’ αρέσει αυτό το έργο, άλλαξε, άλλαξε… Το lost in the harbour δίνει στο κεφάλι μου το ρυθμό της δραματικής του αιώρησης. Για λίγο, γιατί είναι ξένο και δεν το κουμαντάρω.
Θα βγάλω το τηλέφωνο απ’ την πρίζα. Συμφοιτητές μου γυρεύουν σημειώσεις. Αλλά εγώ ποτέ δεν κρατάω. Κι έχω πελαγώσει στις υποσημειώσεις.

Το βράδυ θα σηκωθώ σιγά σιγά να μαζέψω λίγα πράγματα για το ταξίδι.
Κι αύριο θα φύγω.

Παρασκευή, Αυγούστου 19, 2005

sincerely...afraid

-Έκλεισε το εργοστάσιο, κοπέλα μου, δεν τα βγάζουν πια αυτά.

Ώπα, από εδώ περνούσε το τρένο;



το τελευταίο πακέτο δικό μου,
το famous blue raincoat αφιερωμένο στη φωτογραφία

Τρίτη, Αυγούστου 16, 2005

"...εγώ δεν ξέρω πιο γλυκά, μα ξέρω πιο θλιμμένα..."

ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ

Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω
Κι εγώ τους λέγω δεν μπορώ, τους λέω δεν το ξέρω
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
Και φέρτε μου παλιό κρασί να πιω για να μεθύσω
Να πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα
Τραγούδια για την ξενιτιά, τραγούδια για τα ξένα
Παρηγοριά ‘χει ο θάνατος, παρηγοριά ‘χει ο Χάρος
Μα ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει
Χωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
Χωρίζει και τ’ αντρόγυνο το πολυαγαπημένο
Στον τόπο που χωρίζουνε χορτάρι δε φυτρώνει
Κι άμα φυτρώσ’ κανά κλωνί, το λεν αλησμοχόρτι


ένα μοιρολόγι από τον Παρακάλαμο...

Παρασκευή, Αυγούστου 12, 2005

«σ' ένα πλατύ γιαλό, στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα…»

Αυγουστιάτικο απόγευμα στην Πανεπιστημίου. Πλατιά γαλήνη. Από ηρεμία έως ερημιά. Δυο τρεις ξέμπαρκοι που ξώμειναν στα γύρω γραφεία έχοντας στείλει τους συναδέλφους διακοπές επιστρέφουν μετά το σούρουπο πεθαμένοι στα σπίτια υπνοβατώντας στον ηλεκτρικό. Οι πλανόδιοι, που δεν πήγαν διακοπές, στο ρελαντί λόγω ήλιου. Οι υπάλληλοι στα μεγάλα δισκοπωλεία, που φυλάγουν σαν κέρβεροι τα εισιτήρια των φεστιβάλ του Σεπτέμβρη, άτλαντες που κουράστηκαν να βαστάνε τον ουρανό τους –ο υπάλληλος στα μετρόπολις με κοίταξε σα να ‘μουν παραλία, ένιωσα βαθιά συμπόνια. Τα κατεβασμένα ρολά. Οι μόνοι, που κίνησαν μόνοι για μια βόλτα στο κέντρο. Κι οι άλλοι, οι πιο δειλοί που έβαλαν φωτιά στα τηλέφωνα αλλά κατάφεραν κι έδωσαν σε κάποιον ραντεβού να τους περιμένει. Στην Ομόνοια, στα Εξάρχεια, στην Κοραή, στο Θησείο, στους αέρηδες. Κάπου. Σε κάποιο μέρος όπου το χειμώνα οι άνθρωποι ζουν κανονικά. Πανικόβλητοι ξέθαψαν φίλους απ’ το δημοτικό που δε φύγαν απ’ την πόλη και δώσαν ραντεβού. Πέτυχαν γνωστούς στο δρόμο και το πρόσωπό τους ξαναβρήκε το χαμένο του χρώμα, ανέκτησε το χυμένο του αίμα. Σα ναυαγοί συσπειρώθηκαν, να μείνουν ζωντανοί, ώσπου να γυρίσουν απ’ τις θάλασσες οι ξενιτεμένοι να τους σώσουν. Είχαν πει: «αφήστε μας μόνους, θέλουμε να σκεφτούμε.» Πήραν το χρόνο τους, απλώθηκαν στο χώρο τους, αλλά τον επιπλέον αέρα που ήθελαν δεν μπόρεσαν να τον αναπνεύσουν. Τώρα σαν τρίχρονα τραβάνε τη μαμά από τον ποδόγυρο: «δε θα το ξανακάνω, σε παρακαλώ, έλα». Αλλά δεν μπορεί, όλο και λίγο θα σου πιάνει ο Αύγουστος τα φτερά σε κάποια γωνιά του, όσο κι αν λες δε θα ξανακάνεις Αύγουστο στην Αθήνα, κάθε Αύγουστο θα κυνηγάς ένα Σεπτέμβρη να σπάσεις τα μούτρα σου έτσι όπως θα πετάς αμέριμνος ή όχι και τόσο αμέριμνος.
Αισθάνομαι σκληρή και δεν έχω τύψεις.
Και αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να δώσαν τόσα πολλά καλά κομμάτια στο Νταλάρα. Περνάω το πρώτο κομμάτι, φτάνω στο 11, ακούω το Λάγιο στο ίδιο κομμάτι, άλλο κομμάτι, μαλακώνω. Τί να σου κάνει και ο Αύγουστος…. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Ας πούμε, τα γενέθλια… και οι ημερομηνίες θανάτων… σ’ έπεισα ή όχι ακόμη?

Τετάρτη, Αυγούστου 10, 2005

μην κατεβείς στη γη

τη μισώ τη Νάξο

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2005

"μ'ένα απ'αυτά θα φύγουμε..."

Έχω μια απαράμιλλη ικανότητα να γαμάω την ψυχολογία των ανθρώπων που με πλησιάζουν. Απίστευτο χάρισμα. Από τα πιο γνήσια που έχω πάνω μου. Τόσο γνήσιο και σύμφυτο όσο και απαράλλαχτο, αδιασάλευτο. Μίζερο. Σαν το μαυροφορεμένο σύννεφο που σε ακολουθεί και φροντίζει στις φουρτούνες να μην ξεχνάς την ύπαρξή του. Σαν τον τελώνη που έρχεται να καρπωθεί το φόρο από τα δάκρυά σου. Δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα. Τα κάνει όλα μόνο του. Κι ύστερα χτυπάω, όπως μου πρέπει άλλωστε, την κεφάλα στον τοίχο. Που δεν είναι προκάτ. Και άρα δε θα σπάσει. Ο τοίχος.

Τρίτη, Αυγούστου 02, 2005

"τ' αγαπημένα"



"..κι ήταν η θάλασσα η γαλάζια τα μάτια σου τα καστανά, τα φιλημένα
κι ήταν η θάλασσα η γαλάζια τα μάτια σου τα σκοτεινά, τ'αγαπημένα.."

~*~