Ήρθε αυτός ο αέρας που μου αρέσει. Και που δε θα μου δημιουργούσε καμία σκούρα σκέψη αν δεν απειλούσε η ανάσα του τις μαστίχες και τις μολόχες που ‘χει κρεμάσει η μάνα μου στα κάγκελα της βεράντας.Δεν αγαπάνε όλοι οι άνθρωποι τις γκρίζες μέρες. «Αυτή σου η ιδιοτροπία σε καθιστά ιδιαιτέρως διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους και από αυτή σου τη διαφορετικότητα θα έπρεπε να αντλείς τουλάχιστον ικανοποίηση» είναι η επόμενη φιλάρεσκη σκέψη, αλλά τη διαλύω κάνοντας αέρα με το χέρι μπροστά στα μούτρα: «δεν είσαι πιο διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους απ’ ότι είναι κάθε άνθρωπος απ’ όλους τους υπόλοιπους».Ακούω πάλι τον απρίλη ψεύτη σεπτέμβρη μήνα. Και στο πρώτο φθινοπωρινό αεράκι αντί να πω «σηκώθηκε αέρας» λέω «όμορφη μέρα, μες στη δροσιά σου ξεχάστηκα».Χθες προσπέρασα τις εξ’ αδιαιρέτου μοιρασμένες κολάσεις των εραστών του ημερολογίου με συγχυσμένα λόγια ανθρώπου που έχει σύγχυση στο κεφάλι. Ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που ξέρω δηλώνει πανέτοιμο να πηδήσει από ύψος μέσα στον έρωτα και να σπάσει τα μούτρα του. Ο θάνατος των εραστών θα λάβει χώρα πάνω σε βαθυκόκκινα ανάκλιντρα θεϊκών επαγγελιών. Με σοκάρουν οι βεβαιότητες των υποσχέσεών τους –να τους έχει ο Θεός σιδεροκέφαλους- και δεν ξέρω ποιον να λυπηθώ πιο πολύ: αυτούς, που τις πιστεύουν, ή εμένα, που καμμιά μου πτυχή δε δύναται να τις προσεγγίσει ικανοποιητικά (παρ’ όλο που έπιασε ψύχρα);Άρχισα να μαζεύω από ‘δω κι από ‘κει τα τραγούδια που θυμάμαι να λέει η μάνα μου στα νιάτα της. Άμα θες, σου δίνω ένα απ’ αυτά:ΤΑ ΜΕΛΙΤΖΑΝΙΑ
(Παραδοσιακό Ρόδου)
Πέρδικα της ακρογιαλιάς
και ψάρι της θαλάσσης
-τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πιά-
Μεσ' την καρδιά μ'εφύτρωσε
δεντράκι με τους κλώνους
-Ελενίτσα μου, Μπαξεβανίτσα μου-
Ανθεί και βγάζει βάσανα
καρπεί και βγάζει πόνους
-θάλασσα περνώ μα δε σε λησμονώ -
Τ'αηδόνια της ανατολής
και τα πουλιά της δύσης
-τα μελιτζανιά να μην τα βάζεις πιά -
Ολά γλυκά θα κελαηδούν
όταν θα μου μιλήσεις
τα μελιτζανιά να μην τα βάζεις πιά …